Σε πολυσύχναστο δρόμο της Βοστώνης, η πόρτα ενός αυτοκινήτου μισοανοίγει και οι «ιδιοκτήτες» πετούν στο πεζοδρόμιο τον μικρό τους κοκκινομάλλη γάτο. Το τρομαγμένο, ασυνήθιστο στις εξωτερικές απειλές ζώο περνά έναν εφιάλτη για να επιβιώσει από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, τους αφιλόξενους περαστικούς, τα επιθετικά σκυλιά της περιοχής. Βρίσκει ως τελευταίο καταφύγιο έναν παλιό πύργο σε απόμερο στενό της προαστιακής περιοχής. Ενα στοιχειωμένο σπίτι που όλοι, άνθρωποι και ζώα, φοβούνται να μπουν. Οταν ο γατούλης εισχωρήσει στα άδυτα του παλιού αρχοντικού, θα διαπιστώσει ότι αυτό είναι το σπίτι κι εργαστήρι ενός γέρου μάγου, του καλόκαρδου Λορέντζο. Ο γέροντας ζει εκεί με τα ομιλούντα ζωάκια του - συνεργάτες του στα μαγικά του κόλπα: τον Τζακ το λαγό, τη Μάγκι το ποντικι, τα λευκά του περιστέρια - αλλά και μία σειρά από «ζωντανά» παλιά, κουρδιστά παιχνίδια. Ο Λορέντζο καλοδέχεται τον γάτο, τον ονομάζει Κεραυνό και τον συστήνει στους υπόλοιπους ως το νέο μέλος της οικογένειας. Αυτό δεν αρέσει καθόλου στον ζηλιάρη λαγό, που αρχικά κάνει τα πάντα για να ξεφορτωθεί το χαριτωμένο ζώο. Ομως, η ανάγκη τους αναγκάζει να συνεργαστούν. Πρέπει να αντιμετωπίσουν μία μεγάλη απειλή: τον ανηψιό του Λορέντζο, έναν γλοιώδη οπορτουνιστή, που θέλει να ξεφορτωθεί το θείο του και να πουλήσει το αρχοντικό. Θα μπορέσει το σπίτι να παραμείνει...μαγικό;

Οι Βέλγοι Μπεν Στάσεν («Οι περιπέτειες του Σάμμυ: Το μυστικό πέρασμα») και Ζερεμί Ντεγκριζόν δημιουργούν ένα σε στιγμές ευρηματικό animation, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στην (επίτηδες;) παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα του και στην τεχνικά καλοφτιαγμένη του κατασκευή.

Το πρόβλημα βρίσκεται στην ιστορία, το σενάριο, τους χαρακτήρες. Τοποθετημένο στην Αμερική (ή σε μία Αμερική όπως τη φαντάζεται Ευρωπαίος), φτιαγμένο για να φιλοξενήσει αμερικανούς ηθοποιούς στις φωνές (παρόλο που στις περισσότερες χώρες προβλήθηκε μεταγλωττισμένο στη γλώσσα των θεατών) και με πρωταγωνιστές ομιλούντα ζώα, η υπόθεση παραπέμπει σε Disney, κάτι που αμέσως ξεκινά τις συγκρίσεις. Κακά τα ψέματα: δε βρισκόμαστε 40 χρόνια πίσω. Τα αμερικανικά στούντιο έχουν προχωρήσει το animation (όχι μόνο ως κατασκευή, αλλά κι ως σύλληψη, ιδέες, στόρι που θέλουν να αφηγηθούν) σε τέτοιο βαθμό τελειοποίησης, που καλό είναι να ξέρεις που στέκεσαι.

Εδώ, όποια ευρηματικότητα των δημιουργών εξαντλείται στην animation δράση. Γιατί άλλη, πραγματική δράση, αναγκαιότητα, ενδιαφέρον να παρακολουθείς, δεν υπάρχει. Γνωρίζεις το τέλος από την αρχή, αλλά και κανένα βήμα μέχρι την τελική σεκάνς δεν σε εκπλήσσει. Ούτε οι διάλεκτοι έχουν μία πρωτοτυπία, τσαχπινιά, χιούμορ, συγκίνηση - ιδέες να σε ψυχαγωγήσουν. Το αποτέλεσμα είναι πολύχρωμα χαοτικό στο βλέμμα, αλλά βαρετό, φλατ και... καθόλου μαγικό.

Είναι από αυτές τις παιδικές ταινίες που σε αφήνουν απολύτως ανέκφραστο κι αδιάφορο όταν τις βλέπεις, αλλά όταν (δικαίως) τις απορρίπτεις αισθάνεσαι σαν τον τύπο που πέταξε το χαριτωμένο γατάκι του στο δρόμο.