Σ’ ένα εργοτάξιο γεώτρησης πετρελαίου, μια ομάδα εργατών ετοιμάζεται να γυρίσει με το αεροπλάνο πίσω στον πολιτισμό. Οι άντρες είναι ως επί το πλείστον πρώην κατάδικοι, ή άνθρωποι ξεχασμένοι από τον κόσμο. Στο ταξίδι της επιστροφής, το αεροπλάνο πέφτει σ’ ένα εκτός ραντάρ σημείο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά και δάση. Οι λίγοι από την ομάδα που επιβιώνουν έχουν ν’ αντιμετωπίσουν την απειλή άγριων λύκων που τους κυκλώνουν, θέλοντας κι εκείνοι να προστατέψουν τη δική τους περιοχή. Η πορεία των αντρών προς την πιθανότητα της σωτηρίας και οι μάχες τους με τους λύκους παίρνουν χαρακτήρα υπαρξιακής βεντέτας και αναμέτρησης μεταξύ φύσης και ανθρώπου.

Ο Οτγουεϊ, ο ήρωας του Λίαμ Νίσον, το λέει από την αρχή: αισθάνεται άνετα μόνο μέσα στην ομάδα του, αποτελούμενη από αποβράσματα της κοινωνίας, «ακατάλληλα για την ανθρωπότητα». Οταν αυτή η ομάδα θ’ απειλήσει μια άλλη κοινότητα και το φυσικό της περιβάλλον, ο Οτγουεϊ και οι σύντροφοί του, όλοι άνθρωποι σε βαθιά απόγνωση, θ’ αναγκαστούν ν’ αποφασίσουν εάν βρίσκουν καλύτερη επιλογή το θάνατο ή τη ζωή. Κι έτσι μια περιπέτεια τύπου «ρεμάλια εναντίον φονικών λύκων» μετατρέπεται με ενδιαφέροντα τρόπο σε θεαματικό δράμα ενδοσκόπησης!

Η μικρή ομάδα αντρών που τα βάζει με το πεπρωμένο, αποτελείται από όλα τα στερεότυπα της διάχυσης και εξισορρόπησης της εξουσίας: εκεί βρίσκεται το αντιπαθητικό τσογλάνι που σπέρνει τη διχόνοια, ο επιπόλαιος εξυπνάκιας, ο ανθρωπιστής θρησκευόμενος ψυχοπονιάρης, ο ψύχραιμος πραγματιστής και, φυσικά, ο alpha male, ο άντρας που αυτόματα παίρνει το ρόλο του αρχηγού της αγέλης. Σ’ αυτή τη μικρογραφία του ανθρώπινου σύμπαντος, οι λύκοι που περικυκλώνουν του άντρες παίρνουν στην αρχή, ενδεχομένως και σε άλλες στιγμές της ταινίας, μια υπερφυσική υπόσταση, γίνονται πλάσματα τεράστια που θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν, να είναι απλώς δημιουργήματα της φαντασίας και του φόβου των αντρών, μια εικονογράφηση της τιμωρίας που, για άλλους λόγους ο καθένας, αισθάνονται ότι ίσως τους αξίζει.

Οταν, βέβαια, το αίμα αρχίζει να κυλάει ποτάμι, η ταινία επιστρέφει στο ρεαλισμό της περιπέτειας. Και πάλι, όμως, το φιλμ μοιάζει λιγότερο με το «Alive» και περισσότερο με έναν Mad Max στα χιόνια. Η μουσική, σα μεταμοντέρνα βερσιόν του Μάλερ, επιβάλλει μια αίσθηση εσωτερικής αναζήτησης και γενικότερα ο ήχος (και οι σιωπές) της ταινίας είναι από τα δυνατότερα στοιχεία της, καθορίζοντας το συναισθηματικό και κινηματογραφικό ρυθμό. Το τοπίο, λευκό και έρημο, με διάσπαρτα κομμάτια από το κατεστραμμένο αεροπλάνο και πανύψηλα δέντρα, παραπέμπει στο τέλος του κόσμου, με την κάμερα να μένει διαρκώς κοντά στους ήρωες, επικεντρωμένη στη δική τους αγωνία, χωρίς να δίνει το περιθώριο ανάσας ενός πιο ανοιχτού πλάνου.

Καθώς, στη μέση της ταινίας, οι επιθέσεις των λύκων γίνονται όλο και πιο συχνές, το φιλμ μπαίνει σε μια ρουτίνα κατασπάραξης. Οταν, δε, οι εναπομείναντες ξεκινούν να έχουν μια κάποια επικοινωνία κι έναν αντρικό ανταγωνισμό με τους λύκους, το φιλμ οδεύει προς το γελοίο, αλλά ευτυχώς γρήγορα επανέρχεται στον εσωτερικό του ρυθμό. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ο Λίαμ Νίσον παίζει σαν να βρίσκεται σε παράσταση του «Αμλετ», αυτό όμως λειτουργεί θετικά, μια και, στην ουσία, κι αυτή η ταινία τα ίδια ζητήματα πραγματεύεται: το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής και την άφεση αμαρτιών.

Επιπλέον, το φιλμ έχει δύο, τουλάχιστον, από τις εντυπωσιακότερες σκηνές περιπέτειας που είδαμε τελευταία (και οι οποίες εντείνονται στις 3D προβολές): η μία είναι η πτώση του αεροπλάνου, όπου πραγματικά κανείς νομίζει ότι βρίσκεται στο Shock Tower και η άλλη είναι μια εκπληκτική διάβαση, στον αέρα, ανάμεσα σε δυο βουνά, πάνω από ένα φαράγγι με την οπτική γωνία του ιλίγγου.

Παρόλ’ αυτά, εκείνο που δίνει ένα παραπάνω πόντο στο «The Grey», δεν είναι οι σκηνές δράσης. Είναι οι σκηνές αδράνειας, που προσθέτουν στην ταινία μια δόση πρωτοτυπίας και εγκεφαλικής αγωνίας, τόσο πιο ενδιαφέρουσας από μια ομάδα τεράστιων λύκων με κοφτερά δόντια!