Το «The Green Inferno» δεν είναι το «Cannibal Holocaust» - αν η ταινία άκουγε αυτή τη σύγκριση θα κοκκίνιζε από ντροπή. Είναι, όμως, η γεμάτη αγάπη και θετική διάθεση αφιέρωση του Ιλάι Ροθ στη μυθολογία των φτηνιάρικων κανιβαλιστικών ταινιών τρόμου του '70 και του '80, τόσο επί τούτου κακή που γίνεται εξαιρετικά διασκεδαστική.
Οι ήρωες - θύματα της ταινίας είναι μια ομάδα φοιτητών περιβαλλοντικών ακτιβιστών, που ταξιδεύει στο Αμαζόνιο για να διασώσει μια υπό εξαφάνιση φυλή ανθρωποφάγων, για να συνειδητοποιήσει σταδιακά ότι η μόνη ανάγκη που έχουν από εκείνους οι κανίβαλοι είναι να μη φωνάζουν πολύ όταν μπουν στο τσουκάλι. Φιγούρα-κλειδί ανάμεσά τους η αθώα Τζαστίν με τα μεγάλα γαλανά μάτια (υποδύεται η σύζυγος του Ιλάι Ροθ, Λορένζα Ιζο), η οποία όχι απλώς έχει εγκαταλείψει πίσω στη Νέα Υόρκη την κολλητή της που μοιάζει τόσο τζάνκι που αποκλείεται να ασχοληθεί με την απώλειά της, αλλά και είναι κόρη δικηγόρου των Ηνωμένων Εθνών, άρα διαπραγματευτικό χαρτί για την ομάδα.
Η παραγωγή δείχνει εξαιρετικά φθηνή, λες και ολόκληρο το budget πήγε στα πολλαπλά πλάνα του πυκνού δάσους του Αμαζονίου από πάνω, από ελικόπτερο. Οι ερμηνείες είναι χάλια, ενώ ο Ροθ σπάει πλάκα στήνοντας την επαναστατική αλά Τσε Γκεβάρα φιγούρα του βρώμικου επικεφαλής των ακτιβιστών και τον κλασικό πολιτικό συσχετισμό των Δυτικών με τους ιθαγενείς σε αναζήτηση, λέμε τώρα, του ποιοι είναι οι πραγματικοί «κανίβαλοι», ενώ σαρκάζει αβέρτα την ευκολία της χωρίς υπόβαθρο δραστηριοποίησης των νέων που καταπιάνονται με πολιτικούς σκοπούς κυρίως για να βρουν το εβδομαδιαίο φλερτ τους.
Οι ίδιοι οι κανίβαλοι κι ό,τι έχει να κάνει με την καθημερινότητά τους είναι το πιο δημιουργικό στοιχείο της ταινίας, μια και ο Ροθ επιλέγει να τους απεικονίσει βαμμένους κόκκινους ολόσωμα, χαραμοφάηδες που όλη μέρα δεν κάνουν τίποτα παρά να μαρινάρουν γυμνά κορμιά και να τα μαγειρεύουν ποικιλοτρόπως, υπό της οδηγίες της μονόφθαλμης, Μάγισσας Φούρκα αρχηγού τους με τη μανία για το accessorizing. Γιατί, λοιπόν, με τέτοια δευτεράντζα να πληρώσει κανείς εισιτήριο για να δει αυτούς εδώ τους «Κανίβαλους»; Γιατί απολαμβάνει το σκατολογικό, κυνικό, ακραίο χιούμορ, γιατί βλέποντας έναν fanboy σκηνοθέτη τον νιώθει ως αδελφή ψυχή, γιατί το φιλμ έχει δυο-τρεις αληθινά αηδιαστικές σκηνές που εξιτάρουν, γιατί διασκεδάζει με την αντι-ποιότητα. Οι υπόλοιποι μπορούν να προχωρήσουν.