Το «The Greatest Showman», με τον τίτλο στον υπερθετικό, έρχεται ως μία ταινία που έχει τα πάντα: ιστορική αναφορά ως βάση, κοινωνική συνείδηση, αυτοαναφορά στο μεγαλείο του θεάματος, φανταχτερά στολίδια και ποπ καρδιά. Κι ενώ όλα αυτά τα συνθέτει σε μια ταινία που θ' ανεβάσει το εορταστικό κοινό, δεν καταφέρνει να τα συνθέσει σε κάτι παραπάνω από ένα πυροτέχνημα.

Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας, όπως είναι φυσικό, είναι τα μουσικοχορευτικά του, με το dance νεύρο που φέρνουν οι Μπεντζ Πέιζεκ και Τζάστιν Πολ, το δίδυμο που έγραψε τους στίχους για τα τραγούδια του «La La Land». Η μαγεία της ταινίας δεν έρχεται με την ξανθιά πριγκίπισσα της Μισέλ Γουίλιαμς, αλλά με την ανεξάντλητη ποπ ενέργεια του Ζακ Εφρον, της Ζεντάγια, των ρυθμικών χορογραφιών σε εκμοντερνισμένες εκδοχές του κλασικού chorus line. Η ατμόσφαιρα είναι σέξι, τα κοστούμια προσφέρονται για χάζι, τα σκηνικά για φαντασία.

Μόνο που ο σχετικά άπειρος Αυστραλός Μάικλ Γκρέισι, με δουλειά ως τώρα στα οπτικά εφέ, όσο κι αν προσπαθεί να φτάσει το αισθητικό μεγαλείο του συμπατριώτη του Μπαζ Λούρμαν, μένει πίσω απλώς γιατί δεν υπάρχει το δυνατό όραμα, υπάρχουν απλώς πολύ ωραίοι τεχνίτες.

Η ίδια η ιστορία του Φ. Τ. Μπάρναμ δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη. Γνωρίζουμε τον τσαρλατάνο / ιδιοφυία, όταν δημιουργεί το δικό του «ανθρώπινο τσίρκο» στο υπό κατασκευή Μανχάταν. Εχοντας μεγαλώσει φτωχός, μέσα στην περιφρόνηση της υψηλής κοινωνίας, ονειρεύεται να την κατακτήσει - αλλά προς το παρόν αναλαμβάνει να δείξει στο κοινό που συρρέει στο θέατρό του το αληθινό του πρόσωπο: ανθρώπους παράξενους, αλλόκοτους, διαφορετικούς, από τον μικροσκοπικό στρατηγό ως την κυρία με το μούσι, πλάσματα του περιθωρίου που εκείνος φέρνει στο προσκήνιο κι αποθεώνει.

Οχι ότι αυτός ο σεναριακός σκελετός συγκεντρώνει μεγαλύτερη δύναμη κοινωνικού λόγου, όχι ότι αποτελεί θέμα η φιλοδοξία του Μπάρναμ που αγγίζει την ανθρώπινη εκμετάλλευση, όχι ότι γίνεται συζήτηση για την καθολική ανάγκη του καλλιτέχνη που υπερβαίνει τα πάντα: η ιστορία της ταινίας παραμένει ένα απλοϊκό, εντυπωσιακό παραμύθι όπου όλοι, ακόμα και οι κακοί, είναι τελικά πολύ-πολύ καλοί.

Ο Χιου Τζάκμαν μοιάζει ν' απολαμβάνει αυτό που κάνει, η κεντρική ιδέα της αποδοχής της διαφορετικότητας σίγουρα δείχνει μια συμπαθή «οικογενειακή» πρόθεση, αλλά το γεγονός ότι μια ταινία είναι μιούζικαλ, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ν' αναπτύξει βαθύτερες ιδέες (καμπανάκι «All that Jazz»). Η ταινία προσφέρεται για τις μέρες των γιορτών, βλέπεται με το πόδι να χτυπά το ρυθμό κι είναι γεμάτη όμορφες εικόνες. Απλώς - και γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους - είναι κρίμα που ποτέ δεν απογειώνεται, ποτέ δεν ενδιαφέρει αρκετά η εξέλιξή της και ποτέ δεν συγκεντρώνει την έντασή της προς μια κορύφωση, όπως ένα αληθινά δυνατό show, ανεξαρτήτως showman!