Ο Ρόι Κόρτνεϊ, επαγγελματίας απατεώνας, δεν μπορεί να πιστέψει την τύχη του όταν γνωρίζει – μέσω ίντερνετ - την χήρα Μπέτι Μακ Λις. Καθώς η Μπέτι του ανοίγει το σπίτι και τη ζωή της, ο Ρόι εκπλήσσεται που αρχίζει να νοιάζεται πραγματικά για εκείνη, μετατρέποντας αυτό που θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη κομπίνα της ζωή του, σε μία επικίνδυνη διαδρομή σε τεντωμένο σχοινί.

To σινεμά, αρκετές φορές, έχει αποδείξει πως είναι (δίκαια) η τέχνη της εξαπάτησης. Μέσα από σεναριακές ανατροπές αλλά και οπτικά τρικ, μπορεί να σου αλλάξει την προοπτική που έχεις για την πλοκή και τους χαρακτήρες από τη μια στιγμή στην άλλη, κι όλα αυτά με μια δόση πραγματικής αληθοφάνειας. Μια τέχνη που σίγουρα ελάχιστοι σκηνοθέτες την έχουν τελειοποιήσει έτσι ώστε να λειτουργεί στις ταινίες υπέρ τους. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν μπορεί να ειπωθεί και για τον Μπιλ Κοντον, και ιδιαίτερα για τη νέα του ταινία «Ενας Καλός Ψεύτης».

Το πόσο καλός ή όχι είναι ένας con artist βασίζεται κυρίως στον τρόπο που περνάει τα ψέματα που λέει για αλήθεια. Και η ταινία του Κόντον, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Νίκολας Σέαρλ, πρώην αξιωματικού των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, είναι μια από αυτές που βασίζεται στα ψέματα για να προχωρήσει την ιστορία της και να σου δώσει ένα κίνητρο για να ενδιαφερθείς για τους χαρακτήρες της, απαιτώντας από το θεατή να «αναζητήσει» την πραγματικότητα. Το θέμα είναι όμως ότι τα ψέματα που στήνει η ταινία του Κόντον πέφτουν γρήγορα σε αντιφάσεις, η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη, με την πλοκή να χάνει την ροή της μέσα σε έναν ιστό από παραπλανήσεις με την αλήθεια, στο τέλος, να πνίγεται κάτω από αδιάφορες αποκαλύψεις.

Καίγοντας το πρώτο του χαρτί ήδη από νωρίς, γυρνώντας την ταινία από μια φαινομενικά ρομαντική κομεντί για ηλικιωμένους σε ένα θρίλερ με έναν con artist, ο σεναριογράφος Τζέφρι Χάτσερ (ο οποίος είχε ξανασυνεργαστεί με τον Κόντον στο υπέροχο «Ο Κύριος Χολμς») θέτει ως στόχο να κάνει ένα κινηματογραφικό ισοδύναμο ενός page turner βιβλίου, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να δώσει μια αρκετά μεγάλη δόση προβλεψιμότητας στην ιστορία του. Οι χαρακτήρες της λειτουργούν με έναν εξωπραγματικό αυθορμητισμό, χωρίς ρεαλιστικά κίνητρά πίσω από τις πράξεις τους, με όλα να οδηγούν σε ένα παράλογο, από όλες τις απόψεις, φινάλε.

Ο Κόντον δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσα πολλά σεναριακά ψέματα, γιατί δεν ξέρει πότε να τους δώσει την ευκαιρία να αναπνεύσουν με μια γερή δόση αλήθειας για να τα κάνει ακόμα πιο στιβαρά, και ίσως πιο πιστευτά. Μέχρι και το τέλος όλα όσα προσπαθεί να χτίσει καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα. Ευτυχώς δεν είναι ψέμα το πόσο ευχάριστο είναι να βλέπει κανείς δυο ιερά τέρατα του κινηματογράφου και τόσο αγαπημένους ηθοποιούς, την Ελεν Μίρεν και τον Ιαν ΜακΚέλεν, να πρωταγωνιστούν μαζί για πρώτη φορά στην ίδια ταινία. Και οι δυο τους δεν παύουν ούτε λεπτό να απολαμβάνουν κάθε πτυχή των χαρακτήρων του. Είναι κρίμα μόνο που χαραμίζονται κάτω από ένα τέτοιο σενάριο.

Μπορεί το «Ενας Καλός Ψεύτης» να ποντάρει σε ψέματα, όπως ότι θα μπορούσε - υπό συνθήκες - να ήταν τελικά ένα καλό και γεμάτο σασπένς θρίλερ, αλλά η μόνη αλήθεια που προσφέρει η ταινία του Κόντον, και ίσως είναι η πιο αναπάντεχη ανατροπή της, είναι η ζωγραφισμένη απογοήτευση στα μάτια του κόσμου βγαίνοντας από την αίθουσα.