Μια διαδοχή από σεκάνς, ατμόσφαιρες, εντάσεις. Διαφορετικής αισθητικής μεταξύ τους, που επικοινωνούν και συνδιαλέγονται με συνδετικούς κρίκους τους άξονες, φευγαλέες λέξεις, βλέμματα. Βλέμματα που γεφυρώνουν ιστορίες και ήρωες, σαν τη μία, κοινή γλώσσα. Καθοδηγητής τους μία αφήγηση voice over, ενδοσκοπική και ταυτόχρονα θεωρητική: του σινεμά, του βλέμματος.
Μετά από μια πορεία στο ελληνικό σινεμά πάντα αυτόνομη και πεισματάρικη, ο Δημήτρης Αθανίτης φτιάχνει ένα δοκίμιο αυτή τη φορά, σύντομο, 75 λεπτών, αναζητώντας την ουσία του - δικού του - σινεμά. Τα πλάνα που ενώνονται παράλληλα μεταξύ τους είναι σκηνές από τις δικές του ταινίες, μικρές ενέσεις ανάμνησης για το κοινό που γνωρίζει τη φιλμογραφία του και τι συγκινητικό, απελευθερωτικό σχεδόν, να βλέπεις τη Λένα Κιτσοπούλου ως τσαλακωμένη μούσα στο «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» το 1997.
Ταυτόχρονα, η αφήγηση ψάχνει κι επεξηγεί, πώς το σινεμά παίρνει στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο, ή από άλλους κόσμους, της δημιουργικής φαντασίας και φτιάχνει ένα νέο σύμπαν, μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο βλέμμα. Που γεννιέται στο βλέμμα του δημιουργού αλλά συναντιέται μ' ένα άλλο βλέμμα, όχι του ήρωα ή του ηθοποιού, αλλά του θεατή και της αντίληψής του. Που είναι απόν γιατί δεν απεικονίζεται στην ταινία, όμως τη φιλτράρει, τής προσθέτει στοιχεία, την αξιολογεί. Η εικόνα μου είναι η εικόνα που έχουν αποκτήσει για μένα οι άλλοι, θα πει εξομολογητικά ο αφηγητής.
Κι έτσι η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη, μετά από δέκα κινηματογραφικές καταθέσεις, είναι ένα δοκίμιο όχι γενικώς για το σινεμά, παρότι αυτό θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρον, αλλά για το δικό του σινεμά, την αντανάκλαση του δικού του βλέμματος και του δικού του πορτρέτου στον καθρέφτη της κινηματογραφικής ιστορίας. Απόλυτα και ακομπλεξάριστα αυτοαναφορικό, μια ανάλυση της τέχνης του κινηματογράφου μέσα από μόνο το δικό του έργο, ένα έτοιμο essay για όταν γίνει ένα αφιέρωμα στο σινεμά του, με τη δική του υπογραφή.