«Δεν χρειάζομαι βοήθεια από κανέναν» ξεσπά θυμωμένα ο Αντονι στη βουρκωμένη κόρη του, Αν. Εκείνη του έχει μόλις ανακοινώσει ότι θα μετακομίσει στο Παρίσι γιατί, επιτέλους, μετά το διαζύγιό της, γνώρισε κάποιον και θα τον ακολουθήσει για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Μόνο που δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα της μόνο του, χρειάζεται βοήθεια και πρέπει να προσλάβουν μία καινούργια κοπέλα. Την προηγούμενη, ο 80χρονος, που πάσχει από άνοια, την έδιωξε. Οπως και την προηγούμενη πριν από αυτήν. Και την προηγούμενη. Ο συνταξιούχος μηχανικός είναι σίγουρος ότι τον έκλεβαν. Για παράδειγμα, πού είναι το ρολόι του;

Ολα στο μεγαλοαστικό, λονδρέζικο διαμέρισμά του μοιάζουν με λαβύρινθο. Παρόμοιο με το γεμάτο κόμπους κουβάρι του μυαλού του. Τι ώρα είναι; Τι του λέει η κόρη του; Ποιο Παρίσι, δεν είναι ακόμα παντρεμένη; Ποια είναι αυτή η άγνωστη γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η κόρη του; Κι αυτός ο άντρας; Που του συστήνεται απαξιωτικά ως ο Πολ, ο άντρας της; Τώρα δεν του είπε εκείνη ότι θα φύγει για το Παρίσι με κάποιον άλλον; Δεν του θύμισε, με αυτή την προσβλητική, ανήσυχη συγκατάβαση, ότι έχει χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια; Πότε πήγε βράδυ; Πρωινό δεν έτρωγε; Που είναι επιτέλους το ρολόι του;

«Θυμάσαι;» Ενα ρήμα που χρησιμοποιούμε με ανάλαφρη βεβαιότητα στον καθημερινό μας λόγο. Κι όμως, για τους ανθρώπους που παλεύουν με τον εκφυλισμό του μυαλού και της ταυτότητάς τους, ένα ρήμα εχθρικό, επιθετικό, τραυματικό. «Ναι, φυσικά» απαντά με σπαρακτική αμηχανία ο Αντονι, ενώ τα υγρά του μάτια προδίδουν πόσο πιο άγρια είναι η αλήθεια του.

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Φλοριάν Ζελέρ παίρνει το (βραβευμένο με Molière) έργο του «Le Père» και το μεταμορφώνει, με νατουραλιστική ευκολία έμπειρου κινηματογραφιστή, σε οσκαρική ταινία. Το σεναριακό εύρημα (στην κινηματογραφική διασκευή ο Ζελέρ συνεργάστηκε με τον πολυβραβευμένο σεναριογράφο των «Επικίνδυνων Σχέσεων», Κρίστοφερ Χάμπτον) θυμίζει αυτό του Κρόστοφερ Νόλαν στο «Memento»: δε θα σας αφηγηθώ τα παιχνίδια του μυαλού, θα σας προσγειώσω με ελεύθερη πτώση στο κέντρο του χάους του. Για 97 λεπτά, ο θεατής θα κοιτά με το χαμένο βλέμμα του Αντονι το παζλ της κατακερματισμένης αντίληψής του, θα βιώνει τη μη-γραμμική εξέλιξη της μέρας του, τη λούπα της σύγχυσής του.

Είμαστε στο μυαλό του, κι αυτό μεταμορφώνει ένα σπαραχτικό ψυχόδράμα για την απώλεια του πατέρα μας ενώ είναι ακόμα ζωντανός, σε ταινία τρόμου για την ανεπίστρεπτη θνητότητά μας - ο Ζελέρ μάς αναγκάζει να τη βιώσουμε σε πρώτο πρόσωπο.

Και το καταφέρνει, αποφεύγοντας τη θεατρική παγίδα της δράσης που εξελίσσεται σ' ένα διαμέρισμα, χρησιμοποιώντας με ταλέντο κινηματογραφικά εργαλεία. Από τη σκηνογραφία του Πίτερ Φράνσις, η οποία μεταβάλλεται διακριτικά, μετακομίζοντας έπιπλα κι αντικείμενα από σκηνή σε σκηνή, για να αμφιβάλλουμε κι εμείς για το πού βρισκόμαστε, μέχρι το βραβευμένο μοντάζ του Γιώργου Λαμπρινού, ο οποίος καταφέρνει να θολώσει τις βεβαιότητές μας, χωρίς να μάς χάσει, να μάς αποκόψει συναισθηματικά από την ιστορία - όλα λειτουργούν με αβρότητα, σωστό τόνο και ισορροπίες. Ο Ζελέρ ενορχηστρώνει μία τρικυμία του μυαλού, κρατώντας ταυτόχρονα με αυτοπεποίθηση το χαλινάρι. Τίποτα δεν ξεφεύγει στο εύκολο, το σχηματικό, το μελό.

Το μεγαλύτερο ατού του βέβαια είναι οι ερμηνείες. Από την Ολίβια Κόλμαν που θα εμφυσήσει βουβά την απελπισία της κόρης, χαμένης ανάμεσα στην λαχτάρα να βοηθήσει τον γονιό της και να ζήσει τη ζωή της, μέχρι το μικρό πέρασμα του Ρούφους Σιούελ, που προσωποποιεί το θυμό και την αγανάκτηση των τρίτων απέναντι στην αρρώστια και τα γηρατειά - όλοι οι ηθοποιοί, ανεξαρτήτως φιλμικού χρόνου, παραδίδουν καλοκουρδισμένες ερμηνείες.

Ενας όμως είναι ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Ο Σερ Αντονι Χόπκινς κερδίζει δικαιωματικά το Οσκαρ Α' Ανδρικού με ένα masterclass καλοζυγισμένου μεγαλείου. Η ερμηνεία του έχει τόσες υφές, όσες και οι διακλαδώσεις ενός αναλυτικού εγκεφάλου. Εκνευρισμό, ταραχή, αφέλεια, αξιοπρέπεια, οργή, σκληρότητα, ανάγκη, ανασφάλεια, φόβο. Ο Χόπκινς πάντα δούλευε το σώμα με μία σχεδόν απειλητική ακινησία, συγκεντρώνοντας όλη του την ενέργεια από τους ώμους και πάνω. Το εκφραστικό του πρόσωπο, το διαπεραστικό του βλέμμα, η αλάνθαστα τονισμένη εκφορά του λόγου. Εδώ, μοιάζει να θέλει να παίξει με όλο του το καρμί, για να επιδείξει το ολοκληρωτικό σβήσιμο της ταυτότητας ενός ανθρώπου. Κυρτώνει, εναντιώνεται, τινάσσεται ή παραμένει μουδιασμένος, σχεδόν άπνοος απέναντι στην επίθεση του μυαλού. Ισως αν σταματήσει εντελώς να κινείται, να ξυπνήσει. Να επιστρέψει στην οικειότητα. Στη ζωή του. Οταν η ταινία κορυφώνεται στο τελευταίο αγωνιώδες πεντάλεπτο, ο Χόπκινς μαζεύει τα άκρα του σε εβρυακή στάση και απογειώνεται σε κάτι επώδυνο να κοιτάς, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω του.

Ο ωμός πόνος στο σινεμά πολλές φορές λειτουργεί ως βάλσαμο για να αποδεχθείς τον πόνο της δικής σου ζωής. Κι αυτή η ταινία θα σε ξεναγήσει σε όλα τα σκοτεινά, καλοκλειδωμένα αμπάρια του μυαλού σου, για να σε κάνει να νιώσεις πόσο τυχερός είσαι που το έχεις ακόμα.