Θέλει ταλέντο να περιγράψεις την Κωνσταντινούπολη. Να μεταφέρεις τις μυρωδιές των συνοικιών, την αίσθηση της λάσπης του παρασόκακου, την προοπτική του ορίζοντα από κάποιον λόφο, την αύρα της θάλασσας του Βοσπόρου. Προπαντός, να επικοινωνήσεις την αντίληψη αυτού που βιώνει καθημερινά τούτη την ανεξάντλητη πόλη-χωνευτήρι, και να υποβάλλεις την ιστορία της μέσα από το βλέμμα του. Στη λογοτεχνία το έχουν πετύχει συγγραφείς όπως ο Παμούκ ή ο Ουμίτ, στο σινεμά κινηματογραφιστές όπως ο Ζαϊμ, ο Ερντέμ ή ο Τζεϊλάν. Στη φωτογραφία, τη μητέρα όλων των σύγχρονων εικαστικών τεχνών, εκείνος που το έκανε καλύτερα απ’ όλους είναι αναμφίβολα ο Αρά Γκιουλέρ.

Δεν υπήρξε φωτογράφος τοπίων ο αρμένικης καταγωγής καλλιτέχνης, που ποτέ δεν ένιωσε τίποτα άλλο παρά Ταξιμιώτης Κωνσταντινουπολίτης, αλλά παρατηρητής κι αποτυπωτής των ανθρώπων που ζουν κι αναπνέουν την Πόλη, με Αυτήν να δίνει το στίγμα μονάχα από το φόντο της σύνθεσης, όπως ομολογεί. Πρωτίστως ανθρώπων καθημερινών, της φτωχογειτονιάς και του μόχθου, κάτι που τον καθιστά «αναγνώστη μιας κοινωνικής τάξης», λέει ένας Τούρκος κριτικός τέχνης. Αν δεν υπήρχε ο Γκιουλέρ, θα είχε ξεχαστεί η σύγχρονη Ιστορία της Κωνσταντινούπολης, επιμένει ένας ακαδημαϊκός, ενώ ξένοι συνάδελφοί του, ανάμεσά τους κι ο δικός μας Νίκος Οικονομόπουλος, υπογραμμίζουν τον ρόλο του στην πορεία της τέχνης που υπηρετούν. Στο μεταξύ, πνιγμένος σε ένα δωμάτιο ενός εκατομμυρίου και πλέον νεγκατίφ και διαφανειών, ο Φατίχ Ασλάν, βοηθός του Γκιουλέρ, παλεύει να κουμαντάρει τον «εθνικό θησαυρό».

Γυρισμένο το 2015, το ντοκιμαντέρ των Μπινούρ Καράεβλι και Φατίχ Καϊμάκ μοντάρει μαρτυρίες του θρυλικού «ουστά» (πρωτομάστορα), που έφυγε τον περασμένο Νοέμβρη στα 90 του, με εκείνες φίλων, συναδέλφων και συνεργατών του. Ονομαστές φωτογραφίες του από την Πόλη, κάποιες διασήμων από τα αμέτρητα ταξίδια του (Χίτσκοκ, Νταλί, Πικάσο, Μπέρτραντ Ράσελ, Σοφία Λόρεν), εκδοτικά εγχειρήματα, αποστολές εμβληματικές σε καταγραφή (τα Σεπτεμβριανά του ’55) ή ευρήματα (τα ερείπια της αρχαίας Αφροδισιάδας στο επαρχιακό Αϊδίνη), σεκάνς επικεντρωμένες στην επαγγελματική (οι θητείες του ως φωτορεπόρτερ του Time, του Life, του Paris Match ή του Stern, η εισχώρησή του στην ομάδα του ανεξάρτητου πρακτορείου Magnum) ή την προσωπική του διαδρομή (η σχέση ζωής του με την εκλιπούσα δεύτερη σύζυγό του) παρεμβάλλονται ως σταθμοί σε μια αφήγηση πλαισιωμένη, σε παράλληλα στιγμιότυπα, από μια αναδρομική στο έργο του έκθεση που ετοιμάζει μια γκαλερί στην Κωνσταντινούπολη.

Προσωπογραφία τυπικότατη σε δομή και ύφος, σύμφωνοι. Που όμως καταφέρνει να χωρέσει, χωρίς στιγμή να βραχυκυκλώνει, το υλικό μιας μακράς ζωής κι ενός ογκώδους έργου σε 61 λεπτά, να κάνει θέμα της την τέχνη ως πάθος και βίωμα και, πάνω απ’ όλα, να εκπέμψει η ίδια την ενέργεια τούτου του μοναδικού τόπου μέσα από το «μάτι» του υποκειμένου της.