Στο απόγειο της βασιλείας του Ναπολέοντα, ο Βιντόκ, ο μόνος άνθρωπος που απέδρασε με επιτυχία από δύο φυλακές υψηλής ασφαλείας, είναι ένας θρύλος. Αφού θεωρήθηκε νεκρός μετά από την τελευταία, εντυπωσιακή του απόδραση, ο πρώην κακοποιός κρατάει πια χαμηλό προφίλ, ως ένας απλός έμπορος ρούχων. Το παρελθόν του όμως δεν τον αφήνει ήσυχο, καθώς οι πρώην συγκρατούμενοί του τον κατηγορούν για μια δολοφονία που δεν διέπραξε. Για να αποδείξει την αθωότητα και τις καλές προθέσεις του, κλείνει μια συμφωνία με την αστυνομία: κυνηγά όλους τους κλέφτες και δολοφόνους του Παρισιού με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Χωρίς καν να το προσπαθεί, ο Βιντόκ γίνεται από πρώην κατάδικος αρχηγός του αστυνομικής υπηρεσίας του Παρισιού.

Ο Ευγένιος Φρανσουά Βιντόκ υπήρξε μια άγνωστη στους πολλούς, αλλά εμβληματική προσωπικότητα για τη γαλλική ιστορία και την επιστήμη της εγκληματολογίας όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Το κύριο χαρακτηριστικό που τον μετατρέπει σε ήρωα μυθιστορηματικό και άρα αναπόφευκτα κινηματογραφικό (το 2001 ο Πιτόφ γύρισε το «Vidocq», με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο ομότιτλο ρόλο και το 1946 ο Ντάγκλας Σερκ είχε γυρίσει το «A Scandal in Paris», εμπνευσμένο από τη ζωή του) είναι το γεγόνος πως αν και σήμερα θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης εγκληματολογίας και ο πρώτος αστυνομικός που έθεσε τις βάσεις για το επάγγελμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ, υπήρξε ένας θρυλικός βαρυποινίτης, διάσημος για τις αμέτρητες αποδράσεις του αλλά και για την εμπλοκή του σε γεγονότα που καθόρισαν την μεταεπαναστατική περίοδο της Γαλλίας.

Ο Ζαν Φρανσουά Ρισέτ της φήμης τoυ ασήμαντου ριμέικ της ταινίας του Τζον Κάρπεντερ «Επίθεσης στο Σταθμο 13» το 2005 και του πιο ασήμαντου ακόμη «Blood Father: Βίαιη Δικαιοσύνη» του 2016, «μεγαλοπιάνεται» χωρίς επιτυχία θέλοντας να παραδώσει τους δικούς του «Αθλιους», συγγένεια που έτσι κι αλλιώς επιτρέπει η παράδοση που θελει τον Βίκτωρα Ουγκό να πατάει πάνω στην ιστορία του Βιντόκ για τον Γιάννη Αγιάννη (όπως θεωρείται ότι έπραξαν και ο Ονόρε ντε Μπαλζάκ για τον Βοτρέν των «Χαμένων Ψευδαισθήσεων», ο Εντγκαρ Αλαν Πόε για τον τετέκτιβ Ογκίστ Ντιπέν στα Τα Εγκλήματα της Οδού Μοργκ).

Η εξιστόρηση της συναρπαστικής ζωής του Φρανσουά Βιντόκ γίνεται χωρίς νεύρο, χωρίς ψυχή, χωρίς τελικά ενδιαφέρον, παραμένοντας στο επίπεδο του ξεφυλλίσματος ενός κλασικού εικονογραφημένου για τα ανδραγαθήματα ενός «επαναστάτη» που – ακόμη και μετά τους τίτλους τέλους – δεν γίνεται ποτέ ο μοντέρνος άνδρας που υπονοοεί η διαδρομή του από το έγκλημα στη νομιμότητα.

Αν δεν αδιαφορείς συλλήβδην για την παράδοξη διαδρομή του Βιντόκ, συμβαίνει μόνο επειδή στον «Τυχοδιώκτη του Παρισιού» συναντάς μια από τις ωραιότερες αναπαραστάσεις του μεταεπαναστατικού Παρισιού. Από τις πολύβουες υπαιθριες αγορές μέχρι τα εσωτερικά των ανακτόρων και από τα βρώμικα πανδοχεία μέχρι τις φυλακές, η ανάγλυφη σκηνογραφία (από τον Εμίλ Τσιγκό) γίνεται σχεδόν το μόνο ζωντανό στοιχείο σε μια ταινία που φιλοδοξεί χωρίς να το καταφέρνει να είναι μια πιο ωμή, πιο μοντέρνα εκδοχή ενός γνωστού μύθου.

Το λαμπερό διεθνές καστ – Βενσάν Κασέλ, Ντενίς Μενοσέτ, Ολγκα Κιριλένκο, Φρέγια Μαβόρ, Ογκίστ Ντιλ, Φαμπρίς Λουκινί δεν καταφέρνει να ζωντανέψει τον «Τυχοδιώκτη» σε κάτι περισσότερο από μια ιστορία που μοιάζει σαφώς καλύτερη όταν τη διηγείσαι παρά όταν την βλέπεις.