«Γούντστοκ. Φοιτητικές πορείες. Χίπις. Μαύρη Δύναμη. Σεξουαλική Επανάσταση. Γυναικεία απελευθέρωση. Το 1971 ο κόσμος άλλαζε» αναφέρει μια γυναικεία φωνή στην αρχή της ταινίας, πριν μεταφέρει ύπουλα τον θεατή στο πραγματικό σκηνικό της ιστορίας, όπου όλα τα παραπάνω μοιάζουν ακόμα με ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Γιατί στην ελβετική ύπαιθρο, όπου εκτυλίσσεται η ταινία της Πέτρα Μπλοντίνα Βόλπε, καμία παγκόσμια κοινωνική αναταραχή δε μοιάζει να έχει αφήσει το σημάδι της. Ο άντρας παραμένει ο κύρης του σπιτιού, η γυναίκα εξακολουθεί να ορίζεται αποκλειστικά ως μάνα, σύζυγος και νοικοκυρά, οι αποφάσεις του σπιτιού αποτελούν αυστηρά αντρική υπόθεση και το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες δεν αποτελεί καν ονειροπόλα πρόταση, αλλά απλώς ένα κακόγουστο αστείο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Νόρα (της φυσικά εκφραστικής Μαρί Λόιενμπεργκερ) ζει την καθημερινότητά της ακολουθώντας τα κοινωνικά πρότυπα, μέρος των οποίων είναι να κρατά το στόμα της κλειστό και να «γνωρίζει ποια είναι η θέση της». Μόνο που όταν αρχίζει να παρατηρεί σταδιακά γύρω της όλο και περισσότερα συμβάντα καταπίεσης και βίαιης καθοδήγησης γυναικών, αποφασίζει να γυρίσει σελίδα, είτε το χωριό συμφωνεί μαζί της, είτε όχι.
Λαμβάνοντας αφορμή από το πραγματικό γεγονός της ψηφοφορίας για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1971 στην Ελβετία, η Βόλπε χρησιμοποιεί την πιεστική ατμόσφαιρα που υπάρχει πριν κάθε μεγάλη αλλαγή για να αφηγηθεί τελικά μια ανάλαφρη ιστορία που όμως μιλάει για μεγάλα πράγματα. Η φωνή της δεν είναι καταγγελτική, ούτε επιλέγει να κινηματογραφήσει τις ηρωίδες της με έντονο και γλαφυρό τρόπο, όμως η ματιά της φανερώνει χωρίς περιθώρια αμφιβολίας τόσο θαυμασμό όσο και πίστη στον αγώνα αυτών των γυναικών, ακόμα κι όταν τις παρατηρεί στο δικό τους «στίβο μάχης», εντός της συζυγικής εστίας.
Επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει κάθε ηρωίδα για να ανατρέψει ένα κοινωνικό πρότυπο (η ήσυχη νοικοκυρά που κρύβει μια τίγρη ανάμεσα στα πόδια της, η αντιδραστική αλλά γνήσια ερωτευμένη κόρη, η χωρισμένη επαναστάτρια που φοβάται όμως τη μοναξιά, κοκ), η Βόλπε χτίζει μέσα από επιμέρους επεισόδια ένα συλλογικό αγωνιστικό μηχανισμό, που ακόμα κι αν ιστορικά χρειάστηκε πάνω από 10 χρόνια για να δει ουσιαστικό αποτέλεσμα, προδίδει την απαραίτητη ένταση για να δοθεί η ώθηση που θα κάνει πραγματικά την αλλαγή.
Κι αν η αφήγησή της Βόλπε δεν είναι ρηξικέλευθη ή αν μετατρέπει τους υποστηρικτικούς χαρακτήρες σε καρικατούρες απλώς για να κάνει σαφές το μήνυμά της, το τελικό αποτέλεσμα προσφέρει αισιοδοξία, θετική σκέψη και (προφανή αλλά αναγκαίο) προβληματισμό, αν και – ειρωνικά – η feelgood διάθεση δημιουργεί μια ισχυρή αίσθηση ασφάλειας, το ίδιο έντονη με αυτή που επιχειρούν να καταρρίψουν τούτες οι «Γυναίκες με τα Ολα τους».
Γιατί πέρα από ένα χαριτωμένο κλείσιμο του ματιού στη Λυσιστράτη και μια αναμενόμενη δραματική στροφή στο τρίτο μέρος της, η ταινία ποτέ δεν γίνεται πραγματικά κρίσιμη, ούτε βγάζει πραγματική αίσθηση κινδύνου παρά τον αγώνα ζωής που δίνουν οι ηρωίδες της. Η σκηνοθεσία της Βόλπε δεν είναι ψυχρή, όμως ούτε και ενδοσκοπική, καταλήγοντας να διηγείται τις εξελίξεις χωρίς να εξετάζει σε βάθος τα πράγματα.
Ωστόσο η ταινία είναι άμεση και εύκολα επικοινωνίσιμη με το θεατή και για αυτό υπεύθυνες είναι οι ερμηνείες όλων σχεδόν των γυναικείων χαρακτήρων, οι οποίες προσθέτουν συναισθηματικό περιεχόμενο στους όχι και τόσο περίπλοκους ρόλους τους. Η δε ματιά της Λόιενμπεργκερ είναι ικανή να μεταδώσει τόσο τον τρόμο της καταπίεσης όσο και τον ενθουσιασμό της σεξουαλικής της αυτοανακάλυψης, μεταβαίνοντας σε κάθε κατάσταση με εντυπωσιακή ακρίβεια και λεπτότητα κι εναλλάσσοντας με ευκολία τη μελαγχολία με τη φλογερή αυτοπεποίθηση.
Στο τέλος, οι «Γυναίκες με τα Ολα τους» είναι μια ταινία που όντως μπορεί να προσφέρει μια ευχάριστη προβολή στο θεατή, χάνοντας όμως την ευκαιρία να σκάψει βαθιά κάτω από την επιφάνεια ή να προσδώσει μια πιο αιχμηρή (ή και διαχρονική) χροιά στην έτσι κι αλλιώς σημαντική της αφήγηση. Οι ηρωίδες της Βόλπε εξάλλου παλεύουν για την αλλαγή. Θα άξιζαν δικαίως μιας λιγότερο συμβατικής αφήγησης.