Σαν ένας μεγάλος μονόλογος. Έτσι μοιάζει το «Κρεματόριο» του Γιουράι Χερτς, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λάντισλαβ Φουκς που αποθεώθηκε με την έξοδο της, αλλά απαγορεύτηκε από το ίδιο καθεστώς που έπνιξε την Άνοιξη της Πράγας και έμεινε απαγορευμένη από το 1973 μέχρι και το 1990, όταν ανακαλύφθηκε ξανά και καταχωρήθηκε ως μια cult ανένταχτη ταινία πάνω από είδη, εποχές και γνωστά κινηματογραφικά στιλ.

Σαν να ξεκινάει και να τελειώνει με μια ανάσα.

Ετσι μοιάζει το «Κρεματόριο». Ο λόγος για την ανάσα του πρωταγωνιστή του, ενός ιδιοκτήτη ενός κρεματόριου στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακία, ο οποίος με ιλιγγιώδη ταχύτητα θα μεταμορφωθεί από άνθρωπος σε κτήνος, σε ένα roller-coaster που θυμίζει από γερμανικό εξπρεσιονισμό μέχρι τον Ορσον Γουέλς του «Κυρίου Αρκάντιν» και από Γιαν Σβανκμάγιερ μέχρι Λουίς Μπουνιουέλ, όλα σε ένα κοκτέιλ που αντί για αλκοόλ μετράει βαθμούς θανάτου.

Η υπόθεση της ταινίας λειτουργεί μόνο ως πρόφαση, αφού ο Κοπφρκίνγκλ, όπως ονομάζεται ο διευθυντής του κρεματόριου, κατά τα άλλα άψογος οικογενειάρχης και ευυπόληπτο μέλος της υψηλής κοινωνίας, δεν είναι παρά ένα σύμβολο της ανθρώπινης αποκτήνωσης, έτσι όπως ιδανικά θα τοποθετηθεί στο πλαίσιο της ναζιστικής κατοχής με φόντο το αποτρόπαιο σκηνικό ενός αποτεφρωτηρίου. Λάτρης της θιβετιανής θρησκείας, αλλά και της καταδίκης του εθισμού (στο αλκοόλ, τη νικοτίνη…) με ένα μικρό - αλλά τελικά ικανό - κομμάτι Γερμανίας μέσα του, θα ενστερνιστεί το Ναζισμό, θα προδώσει τη χώρα του και θα προσπαθήσει να σώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του που έχουν εβραϊκό αίμα σκοτώνοντάς τα.

Πρόφαση με πολλαπλά στρώματα αντίφασης θα συναντηθούν σχεδόν μετωπικά σε ένα πικρό παιχνίδι ανάμεσα στο μακάβριο, το γκροτέσκο, το γελοίο και το υστερικό καθώς η ώρα περνάει με τον Κοπφρκίνγκλ να βυθίζεται στην τρέλα, συμπαρασύροντας μαζί του ζωντανούς και… νεκρούς.

Περισσότερο ίσως από το αταξινόμητο της ταινίας του Χερτς, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι ο κατακερματισμός της - μια σειρά από λέξεις, αντικείμενα, εικόνες, ήχους, κομμένα (από την κάμερα!) ανθρώπινα μέλη και πλάνα που κοιτάζουν ευρυγώνια τον κόσμο, σε ένα εκκωφαντικό κολάζ από σκέψεις, ιδέες και κριτική που μοιάζουν να ασφυκτιούν όλες μαζί κάτω από το ίδιο «σκοτάδι» που βρίσκεται η Ευρώπη - τότε και τώρα, σε ένα δυνατό αντιφασιστικό μήνυμα αλλά και μια σχεδόν βουβή κραυγή που όσο η ταινία τεντώνει το στιλιζάρισμά της, τόσο πνίγεται μέσα στην απελπισία.

Οχι πάντα λειτουργική καθώς επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνει μοτίβα που επανέρχονται από σκηνή σε σκηνή, με λογοπαίγνια που δεν γίνονται πάντα αντιληπτά, ένα soundtrack που κομματιάζει ακόμη περισσότερο την εικόνα και τη λογική ενός κύκλου που ανοίγει και δεν κλείνει ποτέ, το «Κρεματόριο» παραμένει, περισσότερο και από την ροπή του προς το φανταστικό, στην πιο ανατριχιαστική (πέστην και φρικιαστική) πλευρά της πραγματικότητας.

Δυσκολεύοντας τον θεατή, δυσκολεύει και τον εαυτό του, θέλοντας να πειραματιστεί πάνω στο ίδιο το μέσο του σινεμά, με λατρεία προς τη nouvelle vague αλλά τελικά και σε οποιαδήποτε πρωτοπορία, σχεδόν μοναδικά μοναδική σαν δείγμα σινεμά - που δεν ακολούθησε παρά με ψήγματα ακόμη κα ο ίδιος ο δημιουργός του στις μετέπειτα ταινίες του - χωρίς διάθεση να προκαλέσει αλλά μάλλον να τρομάξει κλινικά και με το βλέμμα μονίμως και αδιαλείπτως στραμμένο στην επώδυνη ανάγνωση της Ιστορίας, όταν αυτή η τελευταία υποβιβάζει την έννοια της ζωής, δίνοντας στον θάνατο διαστάσεις λύτρωσης.