«Η Τέχνη δεν υπάρχει χωρίς την κριτική» είναι τα πρώτα λόγια που ακούγονται στη νέα δεύτερη ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Τζουζέπε Καποτόντι που έκλεισε το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας 2019, καθώς η κάμερα οδηγείται αργά μέσα στον σκοτεινό διάδρομο ενός σπιτιού και φτάνει σε ένα ψυχρό μπλε φωτισμένο διάδρομο (το αντίθετό χρώμα του θερμού πορτοκαλί του τίτλου της ταινίας). Πάνω σε αυτή την φράση ο Καποτόντι αποπειράται να χτίσει ένα νέο νουάρ, με έντονες πινελιές ερωτικού θρίλερ, το οποίο φιλοδοξεί να αιχμαλωτίσει το κοινό, όπως και τους χαρακτήρες του, μέσα σε ένα παιχνίδι ανατροπών και σκοτεινών μυστικών.
Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τσαρλς Γούιλεφορντ από το 1971, το «Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης» αφηγείται την ιστορία του Τζέιμς, ενός κριτικού τέχνης και της Μπερενίς, μιας γοητευτικής Αμερικανίδας που φτάνουν στη λίμνη Κόμο για να συναντήσουν το συλλέκτη Τζόσεφ Κάσιντι ο οποίος θα τους αναθέσει μια δύσκολη απόστολη.
Από την αρχή και για το μεγαλύτερο μέρος της, η ταινία είναι μια πινακοθήκη χαρακτήρων. Μέσα από τους εξαιρετικά, σε στιγμές, καλογραμμένους διαλόγους ο Καποτόντι βάζει τον κάθε έναν από αυτούς στο μικροσκόπιο, εξετάζοντας κάθε πτυχή της προσωπικότητάς τους, κάθε ατέλεια, μεταχειρίζοντάς τους όχι ως ξεχωριστές προσωπογραφίες αλλά ως το σύνολο ενός μεγαλόπνοου έργου τέχνης.
Με φόντο το ειδυλλιακό ιταλικό τοπίο, ο Καποτόντι πιάνει την αρχή του νήματος του σεναρίου του Σκοτ Σμιθ και το ξετυλίγει με αργούς ρυθμούς, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα να για να χτίσει μια πλοκή ενός καλοστημένου θρίλερ. Μόνο που, αν και τα πάντα μοιάζουν με ένα καλοδουλεμένο παζλ το οποίο σιγά σιγά ξετυλίγεται μπροστά μας, με τις «μάσκες» να βγαίνουν η μία πίσω από την άλλη, ο Καποτόντι δεν καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες μέχρι το τέλος, τόσο στην ιστορία του όσο και στους ίδιους του χαρακτήρες του, οι οποίοι μέσα από τις πολλές ανατροπές αποδεικνύονται κάπως κατώτεροι των αρχικά φιλόδοξων προσδοκιών του σκηνοθέτη.
Επιπλέον, η βουτιά που κάνει στα άδυτα νερά της κριτικής και της επιρροής της τόσο στην τέχνη όσο και στο ίδιο το κοινό που την παρακολουθεί παραμένει... στα ρηχά. Από την εξαιρετική αρχή της όπου ο κριτικός τέχνης Τζέιμς μονολογεί και αποκαλεί την κριτική ως τα τείχη τα οποία καθοδηγούν το ρου ενός ποταμού όπως θέλουν αυτά, μέχρι και τα (φιλοσοφικά;) ερωτήματα που θέτει για την δύναμη και την εξουσία της κριτικής, η ταινία ποτέ δεν δίνει μια σαφή απάντηση σε όλα αυτά, αφήνοντας τον καθένα από εμάς να δώσει τις δικές του.
Και όλα θα έμοιαζαν κάπως σαν αφηρημένη τέχνη εάν δεν υπήρχε η εξαιρετική χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών της, για να της δώσει την φλόγα και το πάθος που χρειάζεται. Ο Κλες Μπανγκ (του «The Square») είναι εξαιρετικός, αποπνέοντας έναν αέρα απαράμιλλής γοητείας, κομψότητας και πραγματική ευφυίας, τα οποία καλύπτουν μια όμως μια πιο μυστηριώδη πτυχή του χαρακτήρα του. Η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι (στο ρόλο της Αμερικανίδας) λάμπει πραγματικά ως ένας χαρακτήρας που, αν και ποτέ δεν δείχνει να είναι στο επίκεντρο ενός πίνακα είναι εκείνη η λεπτομέρεια που καταφέρνει να σε μαγνητίσει και να τραβήξει την προσοχή σου. Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ παραμένει ερμηνευτικά με κύρος έως το τέλος ενώ ο Μικ Τζάγκερ (στο ρόλο του συλλέκτη), αν και στην αρχή φαίνεται πως βρίσκεται εκεί για κάποιο λόγο, καταλήγει μια καρικατούρα, υπερβολικά σίγουρος πως αρκεί η πολυσχιδής προσωπικότητά του για να προσδώσει ενδιαφέρον σε έναν ήρωα.
Ο «Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης» θα μπορούσε, υπό συνθήκες, να ήταν ένα αριστούργημα, και μπορεί να μην είναι κάποια φτηνή απομίμηση, αλλά κάποιες από τις άτελειές του, όσο και περίτεχνες κι αν μοιάζουν εξωτερικά, κάνουν την ταινία να φαίνεται κάπως λειψή. Ακόμα και έτσι, όπως και κάθε έργο τέχνης εξάλλου, υποθέτουμε ότι θα καταφέρει να βρει το κοινό της.