Εδιμβούργο, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Τζακ γεννιέται την πιο κρύα μέρα που ήρθε ποτέ στην ιστορία κι η καρδιά του είναι παγωμένη. Η μαία / μάγισσα / σουφραζέτα που τον αναλαμβάνει, αντικαθιστά την καρδιά του μ’ ένα μηχανικό ρολόι-κούκο που, με τακτικό κούρδισμα, λειτουργεί μια χαρά. Μόνο που η καρδιά-ρολόι έρχεται με οδηγίες χρήσης. Ο Τζακ δεν πρέπει ποτέ ν’ αγγίξει τους δείκτες του ρολογιού του, ποτέ να θυμώσει και ποτέ, μα ποτέ, να ερωτευτεί: το ρολόι δε θ’ αντέξει. Φυσικά, από την πρώτη φορά που ο Τζακ βγαίνει έξω στον κόσμο, θ’ αρχίσει να βάζει την καρδιά του σε δοκιμασίες, κυρίως εξαιτίας ενός μικρού, μελαχρινού, μελωδικού ξωτικού με το όνομα Ακακία.

Ο πάντα πληθωρικός Λικ Μπεσόν ενώνει τις δυνάμεις του με τους Dionysos για ένα μαγικό εικαστικό και μουσικό – όχι τόσο σεναριακό – αποτέλεσμα. Η ταινία εμπνέεται από τους Dionysos, τη γαλλική hipster μπάντα και τις δικές τους επιρροές από τον σουρεαλισμό, τον Τιμ Μπάρτον, τον Ρόαλντ Νταλ, την goth αισθητική, την πεποίθηση ότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον έρωτα, ότι ο ρομαντισμός είναι ένα βαθύ πηγάδι που τραβά μέσα του την επιθυμία. Αυτά όλα σε μια γεμάτη μουσική «παιδική» ιστορία ανακαλύψεων κι αντίξοης αγάπης, που προορίζεται για μεγάλους, άντε και για εφήβους.

Γεμάτη συναρπαστικές λεπτομέρειες, με σκελετό μια γραμμική ιστορία ενηλικίωσης κι ένα ξυλόφωνο, με ήρωες βγαλμένους από το «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ σε light εκδοχή, το φιλμ μοιράζει απλόχερα αγάπη για τη διαφορετικότητα, αλλά και για την τέχνη του σινεμά: μέσα στο πυκνοκατοικημένο σύμπαν της, ο Ζορζ Μελιές και η πρώτη κινηματογραφική μηχανή παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, δανείζοντας την εικόνα της και σε μέρος της ταινίας: «εσύ είσαι έτοιμος για μεγάλα πράγματα, όπου να’ ναι θα ταξιδέψεις στο φεγγάρι!», λέει ο Τζακ στον φύλακα άγγελό του Ζορζ, σε μια χαριτωμένη υπόκλιση στον άνθρωπο που τα ξεκίνησε όλα.

Με ήρωα ένα αθώο, τραυματισμένο, θαρραλέο αγόρι κι ένα πρωτότυπο «μηχανικό αυτόματο» για καρδιά, αλλά και με τη σχέση της με τον Μελιές, η ταινία φέρνει συχνά στο νου το «Hugo» του Μάρτιν Σκορσέζε, όπως θα έμοιαζε αν το είχε σκηνοθετήσει, με animation, ο Τιμ Μπάρτον στα 20 χρόνια του. Η πλοκή υπάρχει περισσότερο για να στεγάσει όμορφες εικόνες και άφθονα τραγούδια, αλλά το σύνολο κάνει τα μάτια να ταξιδέψουν και το μυαλό να ξεφύγει στον κόσμο της φαντασίας, ό,τι οφείλει, δηλαδή, να κάνει ένα καλό παραμύθι.