Ο 35χρονος Αλεξ αυτοκτονεί. Σοκαρισμένοι, οκτώ παλιοί συμφοιτητές του, οι πάλαι ποτέ αχώριστοι κολλητοί φίλοι του πανεπιστημίου, επανασυνδέονται για την κηδεία του και αποφασίζουν να μείνουν όλο το σαββατοκύριακο μαζί, στο σπίτι του μοναδικού ζευγαριού που προέκυψε από την παρέα - της Σάρα και του Χάρολντ. Σαν ένα τρυφερό, γλυκόπικρο reunion. Σαν μία σιωπηλή ανάγκη ανάκτησης όσων άφησαν πίσω - νιάτα, όνειρα, ανεμελιά, αισιοδοξία. Ο Αλεξ αυτοκτόνησε, αλλά πόσοι δεν έχουν σκοτώσει κομμάτια του εαυτού τους στα 12 χρόνια ενηλικίωσης που ακολούθησαν από την αποφοίτηση;

O Nικ γύρισε από το Βιετνάμ με εμφανή αλλά και κρυφότερα τραύματα. Παράτησε τη δουλειά του ψυχολόγου, μούδιασε τον πόνο με drugs και κυνισμό. Ο Σαμ στα μάτια των πολλών κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ, αλλά στην ουσία έχει καβαλήσει το ναρκισσιτικό άρμα του τηλεοπτικού αστέρα - ποζάτος, ατάλαντος. Το ίδιο κι ο Μάικλ, δημοσιογράφος σε νεοϋρκέζικο περιοδικό που κάνει τα πορτρέτα των επιτυχημένων της εβδομάδας, ενώ ο ίδιος είναι loser. Η Κάρεν επέλεξε μία ασφαλή οικογενειακή ζωή και τώρα πλήττει. Η Μεγκ επέλεξε την καριέρα της δικηγόρου, και τώρα αγωνιά για το αν θα προλάβει να κάνει παιδιά. Και η Σάρα κι ο Χάρολντ; Είναι το ιδανικό ζευγάρι της τέλειας εικόνας που παρουσιάζουν;

Ο Λόρενς Κάσνταν, δύο χρόνια μετά την νουάρ, κυνική «Εξαψη» (1981), γράφει και σκηνοθετεί μία ταινία τόσο γήινη, τόσο ειλικρινή, τόσο βαθιά ανθρώπινη που δεν πάλιωσε ποτέ - ακόμα και σήμερα προσφέρει την μεγάλη ανατριχίλα.

Το μυστικό κρύβεται στο σενάριο. Από την μία η οικουμενική ιδέα της παλιοπαρέας - οι άνθρωποι που αγάπησες στα νιάτα σου και όσο κι αν μεγαλώσατε, αλλάξατε, απομακρυνθήκατε κουβαλούν ακριβώς αυτό: τα νιάτα σου. Ο Κάσνταν τους γράφει και τους σκηνοθετεί να έχουν τη δυναμική που «κόβει δρόμο» στην επικοινωνία. Αυτό είναι το μαγικό συστατικό των φίλων - ακόμα κι αν έχεις να τους δεις χρόνια, μέσα σε πέντε λεπτά ξεπροβάλλουν τα inside jokes, τα πειράγματα, η οικειότητα που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν πέρασε μια μέρα.

Είναι μαγικό πώς ο Κάσνταν χτίζει τις σχέσεις μέσα από λεπτομέρειες (κι όχι κλισέ σχήματα). Πώς οριοθετεί τις ιδιαιτερότητες, πώς στηρίζει όσα τους ενώνουν, όσα τους χωρίζουν, όσα έχουν αλλάξει με τα χρόνια. Κάποιοι μπορεί να μην συμπαθιούνται πια ιδιαίτερα - αν γνωριζόντουσαν σήμερα δε θα έκαναν παρέα. Ολοι όμως αγαπιούνται. Με μία αγάπη αιώνια μετεφηβική - τσιγάρα, ποτά, drugs, εξομολογήσεις, ερωτικά απωθημένα. Βινύλια που παίζουν Temptations και ξαφνικά ακόμα και το μάζεμα του τραπεζιού μοιάζει με το καλύτερο πάρτυ.

Ομως όλα αυτά θα συνέθεταν μία ωραία κομεντί. Και η «Μεγάλη Ανατριχίλα» είναι δράμα. Γιατί το σενάριο του Κάσνταν δεν μένει στη νοσταλγία, αλλά σκάβει πιο βαθιά, πηγαίνει κάπου πιο αληθινά, επώδυνα και σπαρακτικά. Πόσα όνειρα κάναμε, που καταντήσαμε; Μήπως το καλύτερο κομμάτι της ζωής πέρασε ανεπιστρεπτί; Ηταν ο Αλεξ ο πιο δυστυχισμένος από όλους ή οι υπόλοιποι υποκρίνονται καλύτερα;

Με πυκνούς καλογραμμένους διαλόγους, απλότητα και τόλμη, σοβαρότητα αλλά και διαολεμένο χιούμορ που διατηρεί την τονικότητα μακριά από το μελόδραμα, ο Κάσνταν σταδιακά απογυμνώνει τους ήρωές του. Πάνω από γεμάτα τασάκια και άδεια μπουκάλια θα βγουν τα πραγματικά συναισθήματα, οι φόβοι, η οργή. Η βαθιά απογοήτευση για τις αποτυχίες, τις αδικίες, τις λάθος επιλογές.

Και οι ηθοποιοί του θα δώσουν ρεσιτάλ. Ο Γουίλιαμ Χαρτ, με μελαγχολικά μειδιάματα και κυνικές ατάκες, προσδίδει στον Σαμ μία κατεστραμμένη, συναισθηματικά ανάπηρη γοητεία. Ο Τζεφ Γκόλνμπλαμ παίζει free jazz με το κωμικό του timing και κατασκευάζει έναν αξιολάτρευτο πέφτουλα φαφλατά. Ο Τομ Μπέρεντζερ φλερτάρει με μία αλά Τομ Σέλεκ ποζεριά, αλλά ταυτόχρονα μάς δείχνει τι κρύβεται και πίσω από το μουστάκι του αρσενικού. Ο Κέβιν Κλάιν κουβαλά το στιβαρό βάρος του στον Χάρολντ, προσδίδει αβίαστα τις αντιθέσεις του στη θλίψη και στην τρέλα, στο τότε και το τώρα - κάποτε αντιστασιακός αγωνιστής, τώρα συμβιβασμένος επιχειρηματίας. Και η Γκλεν Κλόουζ κερδίζει επάξια την πρώτη οσκαρική υποψηφιότητα της καριέρας της. Δίνει στη Σάρα βουρκωμένα χαμόγελα, πνιγμένα συναισθήματα, βουβές εκρήξεις που κουβαλούν και δένουν όλα τα νήματα της ταινίας στο βλέμμα της.

Κανονικά, το βαρυφορτωμένο soundtrack μιας ταινίας είναι κάτι το απωθητικό στο σινεμά. Κάθε δεύτερη σκηνή και τραγούδι συνήθως κρύβει μία αμηχανία να δημιουργήσεις ατμόσφαιρα με κινηματογραφικά εργαλεία. Ομως, κι εδώ, ο Κάσνταν μοιάζει να ξέρει πώς να γεμίσει την ταινία με ήχους που πατάνε αριστοτεχνικά χορδές και λειτουργούν συμπληρωματικά με όσα έχει χτίσει με το σενάριο και την ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής.

Ολα μαζί συνωμοτούν σε κάτι: να βγεις από το σινεμά πιάνοντας τους φίλους σου μεγάλες αγκαλιές. Και πιάνοντας και τον εαυτό σου να σκέφτεται ότι όλα θα πάνε καλά. Απλώς επειδή τα μοιραζόμαστε. Γιατί αν ο θάνατος είναι η μεγάλη ανατριχίλα της ζωής, η φιλία είναι η ζεστή της κουβερτούλα.