Ο Ντόσον και η Αμάντα ήταν πολύ ερωτευμένοι στο σχολείο. Θα περάσουν είκοσι χρόνια για να ξαναβρεθούν στην κηδεία ενός αγαπημένου τους φίλου και να συνειδητοποιήσουν ότι η αγάπη τους δεν έχει σβήσει. Ομως αυτά που τους χώρισαν πριν από τόσα χρόνια συνεχίζουν να ισχύουν. Αυτή τη φορά μάλιστα τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουν είναι ακόμα μεγαλύτερα και πιο σοβαρά.
Ξέρεις ότι βρίσκεσαι σε μια ταινία βασισμένη σε best-seller του Νίκολας Σπαρκς από τον τρόπο με τον οποίο κινηματογραφούνται τα ηλιοβασιλέματα, οι έναστρες νύχτες, από τον τρόπο που το αεράκι φυσάει στα μαλλιά της πρωταγωνίστριας, από το πιάνο που παίζει διαρκώς στο φόντο και από την απαραίτητη σκηνή του κεντρικού ζευγαριού να φιλιέται στη βροχή.
Βγαλμένο από την καρδιά μιας Αμερικής που χτίζεται λες ακόμη πάνω σε μελοδραματικά ρομάντζα για τις αγνές κοριτσίστικες καρδιές, το «The Best of Me», όπως και κάθε μυθιστόρημα του Σπαρκς είναι αφόρητο στο χαρτί, αλλά απελπιστικά αφόρητο όταν γίνεται σινεμά – και, ναι, παρά την όποια μυθολογική του διάσταση από αυτό δεν εξαιρείται ούτε το «Notebook».
Ολα είναι τόσο προβλέψιμα εδώ – ακόμη και η λογική του flashback στην οποία επιδίδεται σχεδόν μανιοκατθλιπτικά ο Σπαρκς - που το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να χαζεύεις ζευγάρια να τρώνε υπό το φως των κεριών, να κάνουν σεξ δίπλα στο τζάκι, να κάνουν μπάνιο σε λίμνες, να χορεύουν γλυκανάλατες καντροειδείς μπαλάντες, να χτυπιούνται από τη ζωή και την κοσμική αδικία, κερδίζοντας ακόμη και ως ανυποψίαστος θεατής κάθε πιθανό στοίχημα για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Το φτωχό κακοποιημένο αγόρι (δεν έχετε δει σκηνή όπου το κορίτσι μετράει στο γυμνό σώμα του αγοριού τις ουλές από το ξύλο που τρώει από τον πατέρα του) και το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που θα ερωτευτεί (στο σύμπαν του Σπαρκς ζουν μόνο καλοί και κακοί) φυσικά και δεν θα καταφέρουν να μείνουν μαζί, η βρωμοζωή και τα λεφτά θα τους χωρίσουν, αυτός θα πάρει το δρόμο που του επιφύλαξε η καταγωγή του, αυτή θα παντρευτεί ζώντας μια τακτοποιημένη αλλά βαρετή ζωή και όταν ξαναβρεθούν μαζί θα ενδώσουν στη μοίρα (αχ αυτή η μοίρα) που τους θέλει για πάντα μαζί, μέχρι τη στιγμή...
Οχι δεν θα σας αποκαλύψουμε το τέλος (αν και οι έμπειροι στο Σπαρκς σινεμά δεν χρειάζεται να μαντέψουν πολύ).
Αν μέχρι τότε έχετε αντέξει από την ακατάσχετη χρήση των γερανών και τα κάθε είδους φιλιά από κάθε δυνατή οπτική γωνία, από το σπατάλημα σε βλέμματα και αναστεναγμούς των κατά τ’ άλλα συμπαθών Μίσελ Μόναχαν και Τζέιμς Μάρσντεν και από ένα τελευταίο μέρος που γίνεται της κακομοίρας από κακοτοπίες, γυρίσματα της τύχης και μια – πιο εκβιαστική πεθαίνεις – κορύφωση του δράματος, το μόνο που σας απομένει είναι να βρίσετε με χυδαίο τρόπο όποιον σας παρέσυρε στο σινεμά.
Και αν η απόφαση ήταν δική σας, να ξανασκεφτείτε πάρα πολύ σοβαρά ποια δύναμη σας παρέσυρε σε έναν κόσμο όπου η ανοησία και η φτηνή συγκίνηση συναντούν το κακό σινεμά εν ονόματι μιας μαζικής ρομαντζάδας.