H «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» ήταν στην πραγματικότητα η τελευταία μεγάλη ταινία του Κεισούκε Κινοσίτα, λιγότερου γνωστού από τους Ιάπωνες μεγάλους σκηνοθέτες, το ίδιο ωστόσο επιδραστικού και θεμελιωτή αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως χρυσή εποχή του ιαπωνικού σινεμά. Υπερπαραγωγικός - γύρισε 44 ταινίες μόνο στα πρώτα 25 χρόνια της καριέρας του - υπεύθυνος για την πρώτη έγχρωμη ταινία στην ιστορία του ιαπωνικού σινεμά (το «Carmen Come Home» του 1951), ο Κινοσίτα υπήρξε μεγάλος νεωτεριστής, οπαδός της παράδοσης αλλά και διακριτικός επαναστάτης, αμφισβητίας, ομοφυλόφιλος σε εποχές που οι λεπτές αποχρώσεις της διαφορετικότητας αρκούσαν για να «διαβρώσουν» τη γνωστή Ιστορία του κόσμου.

Το φιλμ που γύρισε το 1958, λίγα μόλις χρόνια πριν εγκαταλείψει το σινεμά για χάρη της τηλεόρασης είναι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Σιτσίρο Φουκαζάουα από το 1956, πιο διάσημο όχι μόνο ως επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο στο ιαπωνικό θέατρο Καμπούκι - απ' όπου εμπνέεται η αφήγησή του - αλλά και από την εξίσου όμορφη αν και με άλλο τρόπο συνταρακτική ταινία του Σοέι Ιμαμούρα που το 1983 κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.

Εικοσιπέντε χρόνια πριν, η μεταφορά του Κινοσίτα θα διαγωνιζόταν στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, αλλά θα αποσπούσε ανάμεικτες αντιδράσεις και θα χρειαζόταν ακόμη κάποια πολλά χρόνια - τι ειρωνία για μια ταινία που μιλάει για το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου - για να αναγνωριστεί ως ένα πραγματικό, πρωτοφανές έργο τέχνης, σαρωτικά μοντέρνο και τεχνητό τόσο ώστε να αναμορφώνει πλήρες τις καθεστηκύιας έννοιες του νατουραλισμού ή και του ίδιου του παρεξηγημένου ρεαλισμού.

Οπως και το μυθιστόρημα του Φουκαζάουα, η ταινία περιστρέφεται γύρω από την θρυλική, απάνθρωπη πρακτική του «ουμπασούτε» όπου οι ηλικιωμένοι μιας οικογένειας, όταν έφταναν τα 70 τους έτη, μεταφέρονταν από τα παιδιά τους στους ώμους στην κορυφή ενός βουνού, όπου έμεναν εγκαταλελειμμένοι προκειμένου να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε μια παράσταση ιαπωνικού θεάτρου καμπούκι, ένας αφηγητής μας συνοδεύει στις ανατροπές της ιστορίας, συστήνοντας τους ήρωες, τις εποχές και τις περίεργες διαδρομές της ίδιας της ζωής.

Με το δάχτυλο του στους θρύλους και την παράδοση (τόσο λογοτεχνική όσο και θεατρική), ο Κινοσίτα στήνει ολόκληρο το φιλμ μέσα σε ένα στούντιο, ανατρέποντας ακόμη και την όποια χολιγουντιανή φενάκη του technicolor, παίζοντας διαρκώς με την οπτικοακουστική σύμβαση που είναι πριν από οποιονδήποτε συγγραφέα ή παραμυθά ο ίδιος ο άνθρωπος. Η σηματοδότηση της αλλαγής της ημέρας, του φωτός, των εποχών γίνονται όλα χειροποίητα, με υφάσματα που πέφτουν από το σκηνικό, από φώτα που σβήνουν και ανάβουν πάνω στους ήρωες, απόκοσμα ροζ δάση και πάλλευκα χιονισμένα όρη, από την μουσική αφήγηση που σπάει την πρόζα και τα τραγούδια που φτιάχνουν λες μια ταινία μέσα στην ταινία.

Ένα ολόκληρο τεχνητό σύμπαν που κάνει την λέξη ομορφιά να μοιάζει λίγη, όχι όμως ερήμην της συνταρακτικής αντίθεσης που δημιουργείται από το ίδιο το θέμα το οποίο το φιλμ κλείνει στα σπλάχνα του. Με μοναδικό τρυφερό βλέμμα προς τους απόκληρους μιας κοινωνίας, άλλοτε στυλοβάτες της ίδιας της δημιουργίας της ζωής, ο Κινοσίτα φτιάχνει το πορτρέτο μιας σκληρής κοινωνίας που πετάει ως περιττούς τους ίδιους τους «γονείς» της, επιλέγοντας ανάμεσα σε χρήσιμους και άχρηστους, ανάμεσα σε μια άτεγκτη επιβίωση και την καταστρατήγηση κάθε έννοιας αλληλεγγύης και φροντίδας αλλήλων. Στο πρόσωπο της ηλικιωμένης Οριν, πρωταγωνίστριας - συμβόλου - θρύλου και τελικά κέντρου ολόκληρου του επιτεύγματος του Κινοσίτα, απλώνεται ο χάρτης μιας ολόκληρης χώρας, αυτής του ανθρώπου καθώς η σκληρότητα της ζωής απειλεί να τον μετατρέψει σε κτήνος.

Στο τελευταίο σπαρακτικό 20λεπτο αυτής της «Μπαλάντας του Ναραγιάμα», με τα μάτια αποσβολωμένα από την πανέμορφη κατασκευή του, τα αυτιά ανοιχτά στη σιωπή - η μητέρα που δεν μιλάει στην άνοδο προς το δικό της Γολγοθά - και όλες τις αισθήσεις καρφωμένες στη δύναμη του σινεμά να επιβεβαιώνει και να αναιρεί ταυτόχρονα την ουσία του ως το μεγαλύτερο ψέμα που μιλάει για την αλήθεια, ο Κινοσίτα αναδεικνύεται σε έναν ουμανιστή που κοιτάζει με βαθιά πικρή αλλά και ανακουφσιτική μελαγχολία την αντοχή του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος, ακόμη κι όταν δεν μπορεί να εμποδίσει τον αναπόδραστο απάνθρωπο κύκλο της ζωής.