«Δεν έμοιαζε με τα κορίτσια του σούπερ μάρκετ. Δεν έμοιαζε με το κορίτσι που βλέπω στο τρένο. Αυτά τα κορίτσια μετά δεν τα θυμάμαι. Εκείνη δεν έμοιαζε με καμία άλλη...»

Αθήνα, κάπου στο άχρονο, σκοτεινό, δυστοπικό μέλλον. Ενας μελαγχολικός, ντροπαλός ταμίας σούπερ μάρκετ ερωτεύεται μία σερβιτόρα-στρίπερ, που έχει μόλις αποφυλακιστεί και μπαίνει στο μαγαζί για να κλέψει κονσέρβες και αλκοόλ. Το όνομά της«Ευριδίκη» («πολύ μεγάλο, κόψτο το» της λένε στο κωλάδικο που έπιασε δουλειά, γιατί ποια αξία έχει η Ιστορία εκεί μέσα;) και κανείς δεν ξέρει από που έρχεται. Από τον Παράδεισο; Από την Κόλαση; Δεν τον νοιάζει. Αν εκείνη πάει στο πουθενά, θα πάει κι αυτός. Θα γίνει ο κανένας, αρκεί να είναι μαζί της. Ανάμεσα στους γλοιώδεις πάροικους αυτού του καθημερινού Αδη, μέσα σ' ένα σύμπαν ξεπουλημένο, σκοτεινό, ασύνδετο, το ζευγάρι θα αναζητήσει, σαν οξυγόνο, να χαθεί σ' έναν ακραίο έρωτα. Μόνο που και το sex, drugs & rock 'n' roll πάθος έχει το τίμημά του. Οταν ο «Ορφέας» χάσει την Ευριδίκη του, θα τρελαθεί. Θα αποδεχθεί μια συμφωνία με τον Διάβολο: να πάει στον άλλον κόσμο και να τη φέρει πίσω.

Ο Δημήτρης Αθανίτης γράφει και σκηνοθετεί 28 χρόνια πριν αυτή την δυστοπική αλληγορία, ενώ το 2017 παραθέτει και το director's cut της (ξαναμοντάροντας κάποια σημεία και προσθέτοντας το εκτός-κάδρου voice over του ήρωα) το οποίο και θα δούμε και σήμερα στις αίθουσες σε επανέκδοση.

Είναι σαφής η αναφορά στον τραγικό μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, με μία όμως ανατροπή: η πραγματικότητα της Αθήνας είναι η Κόλαση, ο «Κάτω» underground κόσμος είναι μεν σκοτεινός και παραβατικός, αλλά εκεί ο ήρωας έζησε τον έρωτα, αυτόν θα επέλεγε ξανά και ξανά. Οταν ανεβαίνει ξανά στο φως, στον ήλιο, καίγεται κι ο ίδιος - χάνεται, μαζί με τα υπόλοιπα χαμένα κορμιά μέσα στο ερημωμένο τσιμέντο του αστικού τοπίου.

Ο Αθανίτης πειραματίζεται με την αφήγηση και δοκιμάζει τα όρια της εικονογραφίας του (είναι εντυπωσιακό πώς χρησιμοποιεί την Αθήνα χωρίς σκηνογραφικές παρεμβολές και την αποτυπώνει ως ένα πραγματικό κολαστήριο). Ξεκάθαρα λάτρης του νουάρ, του σινεμά του φανταστικού και της λογοτεχνικής δυστοπίας, συνθέτει μία εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα σε ασπρόμαυρο φιλμ, με κιαροσκούρο αριστοτεχνικούς φωτισμούς και εντυπωσιακά κάδρα. Ενα σινεμά πειραματικό και αυτόματα κλασικό, λαμπερό και κυνικό, σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα - με αναφορές από τα αμερικανικά αστυνομικά των 40ς, μέχρι Μπέλα Ταρ και (πρώιμο) Λαρς φον Τρίερ.

Υπνωτική, αμφίσημη και μελαγχολική - μία πανκ ωδή (η ημιάγρια διασκευή του «Sympathy For The Devil» των Rolling Stones θέτει σαφές τέμπο) στον αιώνα που χάνεται και αποτύχαμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Μία απαισιόδοξη πρόβλεψη για το νέο μιλένιουμ. Κάτι που γράφτηκε δεκαετίες πριν, αλλά το βλέπεις σαν οιωνό για όσα περιμένεις να συμβούν στο μέλλον. Ή έχουν ήδη συμβεί.

Στο κέντρο της ταινίας, το ζευγάρι του. Συγκινητικά μαγεμένος, άσπιλος και αθώος σ' έναν κόσμο βρώμικο, ο Κώστας Καζανάς. Ασύλληπτα σαγηνευτική η Λένα Κιτσοπούλου στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο (που επάξια της κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). Ερωτευμένος μαζί της, όχι μόνο ο «Ορφέας», αλλά κι ο φακός του Αθανίτη - την αποτυπώνει τολμηρά, ερεθισμένα, αλλά παράλληλα θλιμμένα, εύθραυστα, δυσθυμικά. Οπως και το μαύρο των ματιών της. Κι η Κιτσοπούλου ανταποκρίνεται στην κάμερα με δύναμη κι ευαισθησία. Οπως πάντα, τσαμπουκαλεμένη, ανυπότακτη, απόμακρη. Γήινη, αληθινή, της πιάτσας, αλλά και τόσο άπιαστα, αέρινα γοητευτική.

Αν κάτι δεν λειτουργεί στο σινεμά είδους είναι να φαίνεται η κατασκευή του. Η υπερπροσπάθεια του σκηνοθέτη να αποδείξει πόσο ερωτευμένος είναι κι ο ίδιος με το στήσιμο των πλάνων, τις δεκάδες διαφορετικές λήψεις, τις φωτοσκιάσεις στους χώρους ή τα κοντινά των προσώπων, τους μελό διαλόγους. Οταν δεν κυλά η αφήγηση κι το εικαστικό στυλιζάρισμα υγρά, συμβατά, αόρατα. Ωστε ο θεατής να το ξεχνά και να βυθίζεται στην ιστορία, να χάνεται στον κόσμο που η ταινία δημιούργησε.

Αν σκεφτεί κανείς όμως πότε γυρίστηκε το «Καμία Συμπάθεια για το Διάβολο», με πόσα μέσα και ως ένα πρώιμο δείγμα ενός καλλιτέχνη που τόλμησε στα πρώτα του βήματα να κάνει ανεξάρτητο, underground ελληνικό σινεμά, ίσως όλα αυτά να μην έχουν σημασία.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η ταινία δεν μοιάζει με τις άλλες του σούπερ μάρκετ. Δεν την ξεχνάς.