Η ημερομηνία είναι 22 Μαΐου 1963. Θα μπορούσε όμως να είναι και κάθε άλλη χρονική στιγμή του αβέβαιου πολιτικού παρόντος και παρελθόντος της Τουρκίας. Γιατί εξαρχής, ο Μαχμούτ Φαζίλ Κοσκούν κάνει απόλυτα σαφείς τις προθέσεις του. Το «Πραξικόπημα», παρά τις όποιες εμφανείς επιρροές από την αισθητική και την εικονογραφία του φιλμ νουάρ, είναι μια ταινία που αφορά το τώρα περισσότερο από κάθε τι άλλο, λειτουργώντας με σαφήνεια τόσο ως ένα καυστικό πολιτικό σχόλιο που προκύπτει ανησυχητικά επίκαιρο όσο και ως μια κατάμαυρη κωμωδία, ικανή να μιλήσει για «δύσκολες» και δυσάρεστες κοινωνικές αλήθειες.

Η υπόθεση είναι απλή. Δυσαρεστημένοι με την υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού σχεδιάζει ένα πραξικόπημα στην Αγκυρα ώστε να ανατρέψει την υπάρχουσα κυβέρνηση. Ολα φαντάζουν εύκολα και υπολογισμένα στην εντέλεια, τα πάντα είναι θέμα απλά χρόνου. Μόνο που στην πορεία, τα πάντα αποδεικνύονται πιο εύκολα στην θεωρεία παρά στην πράξη. Εντολές καταστρατηγούνται, απρόοπτα δυναμιτίζουν την ομαλή ροή των γεγονότων και, το κυριότερο, το σωστό timing μοιάζει να είναι μια έννοια παντελώς άγνωστη για τους περισσοτέρους.

Κι αν όλα αυτά θυμίζουν αισθητικά κάτι είναι γιατί το «Πραξικόπημα», κατά κάποιο τρόπο, δείχνει να εμπνέεται από την ύπουλη κωμική αφήγηση του Καουρισμάκι, από την αυθάδη ανικανότητα των ηρώων του σινεμά των αδερφών Κοέν, από τον σουρεαλισμό της κινηματογραφικής πραγματικότητας του Ρόι Αντερσον και, φυσικά, από την πολιτική ματιά της πλειοψηφίας των σύγχρονων τουρκικών ταινιών που βρίσκουν καταφύγιο στα διεθνή φεστιβάλ, μακριά από την λογοκρισία της χώρας παραγωγής τους.

Με φαινομενική σοβαρότητα που μοιάζει να μην σηκώνει αστεία και με τις απαραίτητες πάντα βίαιες εκρήξεις, το φιλμ κοιτάει στο παρελθόν αφορώντας το σήμερα, σπάει πλάκα με την ηλιθιότητα των ηρώων του μιλώντας τελικά απόλυτα σοβαρά, εξετάζει τα όρια μεταξύ υπερβολής και ρεαλιστικής ακρότητας και διατηρεί πάντα υπό έλεγχο κάθε υπερβολικό συναίσθημα, ακριβώς όπως οι στρατιωτικοί του ήρωες. Θα μπορούσε να ήταν απλά μια άσκηση ύφους, αν η αφήγησή του δεν προέκυπτε τελικά τόσο άμεση και αν η πραγματικότητά του, παρά την όποια υπερβολή της, δεν αποδεικνυόταν τελικά τόσο βασισμένη στην πραγματικότητα.

Είναι αλήθεια ότι η ταινία θα μπορούσε να έχει περισσότερη πυγμή, όμως ηθελημένα ο Κοσκούν κρατά χαμηλούς τους τόνους, μιλώντας κυρίως μέσα από τα άψογα καδραρισμένα και φωτισμένα πλάνα, δίνοντας στοιχεία μέσα από φαινομενικά ανούσιες λεπτομέρειες (ειδικά στην αρχή, όπου ο στόχος των λιγομίλητων πρωταγωνιστών δεν είναι φανερός) και αφήνοντας το παράλογο να αναδειχθεί μέσα από την ανουσιότητα καθημερινών συζητήσεων που αφορούν είτε μία καινούρια θαυματουργή συσκευή που ονομάζεται ψυγείο είτε την συνταγή για το ιδανικό Μαρτίνι.

Ομως η ειρωνεία της ταινίας κάθε στιγμή είναι σχεδόν θανάσιμη, ακόμα κι όταν το «Πραξικόπημα» φαίνεται να ασχολείται περισσότερο με την ατμόσφαιρα (η οποία σίγουρα ενισχύεται από την εντυπωσιακή διεύθυνση παραγωγής του Λάζλο Ράικ, μόνιμου συνεργάτη του Λάζλο Νέμες) και λιγότερο με την ιστορία του, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι μάλλον λιτή, λειτουργώντας περισσότερο σαν παραβολή για την – αποδεδειγμένα – διαχρονική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία.

Ωστόσο αυτό που τελικά επικρατεί ως επίγευση είναι η ικανότητα ενός σκηνοθέτη να συνδυάζει το ανάλαφρο με το ουσιώδες και το τραγικό με το πηγαία χιουμοριστικό, στοιχείο που του χάρισε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, πρόεδρος της οποίας διετέλεσε η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Λαμβάνοντας υπόψη την εξίσου τραγικωμική καλλιτεχνική ταυτότητα της δημιουργού, το βραβείο θα έπρεπε να εκληφθεί ως η πιο δίκαιη και άξια δυνατή αναγνώριση.