Ο Βίκτορ και η Βέρα είναι ένα απολύτως κανονικό ζευγάρι παντρεμένοι εδώ και 20 χρόνια με 4 παιδία: τον Μπρούνο (14), τη Λάρα (12), τον Τάτο (8) και τον Λόλο (2). Όμως ο Βίκτορ, απορροφημένος από τη δουλειά του, δεν ασχολείται καθόλου με την καθημερινότητα της οικογένειας και στην αλήθεια ζηλεύει την γυναίκα του. Πιστεύει ότι έχει άφθονο χρόνο να κάνει ό,τι θέλει. Η έρημη Βέρα, νιώθοντας εξουθενωμένη από τις χιλιάδες δουλειές που έχει καθημερινά και συνειδητοποιώντας την αδιαφορία του άντρα της, αποφασίζει να κάνει ένα γενναίο διάλειμμα μακριά από όλους και όλα. Φεύγει διακοπές. Ο Βίκτορ αλλά και τα παιδία, μάλλον τώρα την έχουν πατήσει για τα καλά.Κι όσο οι μέρες χωρίς τη μαμά περνούν, η κατάσταση αγριεύει…

Μετά το «Χωρίς τα Παιδιά» (2015), η Αριελ Γουίνογκραντ επιστρέφει με ακόμα μία κωμωδία για όλη την οικογένεια. Πατώντας σε όλα τα κλισέ που θέλουν τον πατέρα άχρηστο μέσα στο σπίτι, τα παιδιά εξωγήινα όντα (ούτε τη γλώσσα που μιλάνε δεν καταλαβαίνει) που καλείται να τα ανακαλύψει στις 10 μέρες που θα μείνει μόνος μαζί τους, και τη μητέρα παγιδευμένη στο ρόλο της να δραπετεύει για να δώσει ένα μάθημα στον άντρα της, η Γουίνογκραντ κατασκευάζει ένα σύμπαν ανοησίας, καρικατούρων και κλισέ κωμωδίας.

Θα μπορούσε να είναι μία πραγματικά έξυπνη κομεντί, πάνω σε μία εύστοχη παρατήρηση. Το μοντέλο της μητέρας που φροντίζει τα πάντα, έχοντας παρατήσει τη δική της καριέρα και ζωή, και του άντρα που είναι απών ακόμα κι όταν είναι στο σπίτι, θα μπορούσε να προσφέρει ένα γόνιμο έδαφος για ένα νόστιμο σενάριο που θα καυτηριάζε με πραγματικό χιούμορ και άποψη τις ανθρώπινες σχέσεις. Εδώ όμως η μπουφόνικη κωμωδία παίρνει τα ηνία, προκαλώντας εύκολο γέλιο μέσα από την υπερβολή και τα σχήματα.

Με πρωταγωνιστή τον διάσημο αργεντίνο κωμικό Ντιέγκο Περέτι (ο οποίος θα σας θυμίσει τον «ομορφάντρα» της γνωστής διαφήμισης, όχι μόνο γιατί μοιάζει κάπως στον Μανώλη Μαυροματάκη, αλλά γιατί χρησιμοποιεί τα εκφραστικά του μέσα με παρόμοιο τρόπο για κωμικό γκελ), ο πατέρας παρουσιάζεται ως ένας ανθρωπάκος (τόσο απέναντι στα παιδιά του, όσο και στον εργασιακό του χώρο) και το σενάριο πιστεύει ότι όσο πιο «φουκαρά» τον δείχνει απένατι στις αντιξοότητες της πατρότητας, τόσο πιο «πλάκα» έχει η σκηνή.

Κάπως έτσι καταλήγεις να βλέπεις ένα συνονθύλευμα από υπερβολές, ανατροπές, καταστροφές για να ακολουθήσει το μαγικό, διδακτικό, ροζ χάπι εντ που θα καθησυχάσει τα πλήθη. Μην ανησυχείτε, το σχήμα της οικογένειας θα επιβιώσει, ο πατέρας θα μάθει το μάθημά του και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.