1980, σε μία μικρή κωμόπολη της Μασαχουσέτης. Μία γυναίκα βρίσκει βίαιο θάνατο στο σπίτι της και μία αστυνομικός συλλαμβάνει τον ταραξία της πόλης, Κένι Γουότερς. Στην πρώτη δίκη δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του, αλλά τρία χρόνια μετά, μαρτυρίες πρώην φιλενάδων του και της μητέρας του παιδιού του τον καταδικάζουν. Η μοναδική που εξακολουθεί να πιστεύει στην αθωότητά του είναι η αδελφή του Μπέτι Αν. Μ' ένα πείσμα που επιφέρει μέχρι και τη διάλυση του γάμου της, η white trash Μπέτι Αν εγκαταλείπει οτιδήποτε άλλο στη ζωή της, μεταμορφώνει τον εαυτό της σπουδάζοντας νομικά και, 16 χρόνια αργότερα, καταφέρνει να αθωώσει τον αδελφό της.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Πόσες φορές αυτή η φράση έχει απογειώσει ένα κινηματογραφικό εγχείρημα και πόσες το έχει καταδικάσει. Εδώ δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο. Υπάρχει ένας χρυσός σεναριακός κανόνας: δεν μας ενδιαφέρει τόσο τι ακριβώς έγινε, όσο να το δείξουμε με ενδιαφέροντα τρόπο. Φαίνεται όμως ότι η αληθινή ιστορία της Μπέτι Αν Γουότερς ήταν τόσο δυνατή εξ αρχής, που η σεναριογράφος Παμ Γκρέι ένιωσε ότι η δουλειά της έχει τελειώσει με την απλή καταγραφή των γεγονότων, προσφέροντας ως μόνο κόλπο τη μη γραμμική αφήγηση μέσω flash backs. Το ίδιο έκανε κι ο Τόνι Γκόλντγουϊν στη σκηνοθεσία, καταλήγοντας με κάτι που απλά ενώνει τις τελείες του σεναρίου.
Που είναι όμως το δράμα πίσω από το δράμα; Που είναι εκείνες οι μικρές στιγμές των ηρώων, όπου αποκαλύπτονται οι τρεις διαστάσεις τους, τα πραγματικά τους σκοτάδια, η αλήθεια τους; Που είναι το σενάριο που δίνει λεπτομέρειες στους δεύτερους χαρακτήρες και τους λυτρώνει από τα σχηματικά κλισέ τους; Που είναι μία σκηνοθεσία με άποψη, νεύρο και τόλμη να παρέμβει στην ιστορία κι όχι να την κοιτά παράλυτα, ευνουχισμένα μήπως τυχόν και την αδικήσει;
Διπλή η απογοήτευση όταν μια παραγωγή έχει στο καστ της την οσκαρική Χίλαρι Σουάνκ και τον πάντα εξαιρετικό σε οριακούς ρόλους Σαμ Ρόκγουελ και τους αφήνει ανεκμετάλλευτους. Από μόνα τους τα δύο ονόματα λειτουργούν ως υπόσχεση. Υπόσχεση ότι θα δούμε κάτι αριστοτεχνικά δουλεμένο, μία πλατφόρμα για μεγάλες ερμηνείες, μία ταινία με βάθος, στιβαρότητα, αλήθεια. Οχι ιστορική αλήθεια. Αλλά, πρωτίστως, την αλήθεια του φακού.
Δυστυχώς όμως οι ερμηνείες καταλήγουν όπως και η ίδια η ταινία: δεν είναι κακές, αλλά το ότι δεν είναι αξιόλογες τις κάνει ακόμα πιο απογοητευτικές. Η Σουάνκ περιφέρει μία γήινη θλίψη, ο Ρόκγουελ τον κωλοπαιδισμό που ξέρει πολύ καλά πώς να παίξει.
Θα ήταν πολύ απλό να κατατάξει κανείς το αποτέλεσμα σε «ταινία για την καλωδιακή τηλεόραση». Και υπάρχει πολύ μεγάλος πειρασμός να το κάνει. Παλιότερα αυτό σήμαινε ρηχό, μελό, επιφανειακό δράμα και εύκολα έδινε το στίγμα της τηλεταινίας που παρακολουθείς ανώδυνα, χωρίς προσδοκίες. Μόνο που στις μέρες μας, η καλωδιακή τηλεόραση προσφέρει δείγματα πολύ ανώτερα και πολύ πιο κινηματογραφικά από το «Τεκμήριο Ενοχής». Ταινίες πολύ πιο γενναίες, πολύ πιο σκοτεινές, πολύ πιο ακραίες. Ταινίες που δε χαϊδεύουν την αντίληψη του κοινού.
Οχι, το «Τεκμήριο Ενοχής» δεν είναι μία τηλεταινία. Είναι απλά μία μέτρια ταινία.