Θα ορκιζόσουν ότι αρκεί να αφήσεις την κάμερα ανοιχτή, για παράδειγμα, με την Τζούντι Ντεντς να διαβάζει τον τηλεφωνικό κατάλογο για να έχεις στα χέρια σου ένα απολαυστικό ντοκουμέντο, γεμάτο από τη χάρη, το φλέγμα, το ταλέντο, τη δύναμη μιας - πριν από οτιδήποτε άλλο - υπέροχης γυναίκας. Το ίδιο θα έλεγες και για τις άλλες τρεις «bigger than life» κυρίες που πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ του Ρότζερ Μισέλ, την Μάγκι Σμιθ, την Τζόαν Πλόουραιτ και την Αϊλίν Ατκινς καθώς - το νιώθεις - οι καρέκλες στις οποίες κάθονται ζορίζονται από το ειδικό βάρος που κουβαλάει η κάθε μία στις περίπου έξι δεκαετίες καριέρας που μετράει.

Πόσο μάλλον όταν οι τέσσερις (πριν απ’ όλα) φίλες είναι διατεθειμένες να κάνουν κάτι απείρως πιο ενδιαφέρον από το να διαβάσουν τον τηλεφωνικό κατάλογο: να αφήσουν την κάμερα να τις παρακολουθεί καθώς θυμούνται τα πρώτα τους βήματα, καθώς αναπολούν παραστάσεις που τους έμειναν χαραγμένες στο μυαλό (και το σώμα), αναλογίζονται τις επαγγελματικές και ερωτικές τους σχέσεις, κουτσομπολεύουν τον Λόρενς Ολίβιε (μπροστά στη σύζυγό του, Τζόαν Πλόουραιτ και ενώ βρίσκονται στο εξοχικό του σπίτι), απαντούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως δεν υπήρξε ούτε μια φορά - μετά από τόσους Σαίξπηρ, τόσα Οσκαρ, τόσα χρόνια - που να μην φοβήθηκαν τη στιγμή πριν ανέβουν στη σκηνή.

Ο Ρότζερ Μισέλ (σκηνοθέτης του «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» και που παραδόξως δεν έχει σκηνοθετήσει ποτέ καμία από τις τέσσερις στο σινεμά) αναζητά τις «στιγμές», γνωρίζοντας, όπως και ο θεατής, τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε μιας από τις τέσσερις κυρίες που έχει απέναντί του.

Αναζητά την ξεκαρδιστική κυνικότητα της Μάγκι Σμιθ καθώς αυτή σκορπίζεται στο χώρο σαν ένα ανεκτίμητο απόσταγμα σοφίας προς πάσα χρήση. Αναζητά την δωρική ελαφρότητα της Τζόαν Πλόουραιτ καθώς - χωρίς όραση - «βλέπει» καθαρά τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μιας ολόκληρης ζωής, πάντα κάτω από τη σκιά του Λόρενς Ολίβιε. Αναζητά την εγγενή κομψότητα της Αϊλιν Ατκινς - της λιγότερο γνωστής στον κόσμο, λόγω της μικρής συμμετοχής της στο σινεμά, από τις τέσσερις - καθώς αντανακλά με ακρίβεια μια ολόκληρη εποχή στην οποία δεν ήταν προφανές να είσαι γυναίκα. Αναζητά τη (αυτό)σαρκαστική γοητεία της Τζούντι Ντεντς που λίγο πριν το τέλος του φιλμ κάνει το «είμαστε φτιαγμένοι απ' το ίδιο υλικό που' ναι φτιαγμένα τα όνειρα» από την «Τρικυμία» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ να μοιάζει με τη μεγαλύτερη αλήθεια σε όλον τον κόσμο.

Οι «στιγμές» είναι πολλές και διατρέχουν από τα εφηβικά τους χρόνια μέχρι τα swinging sixties και φτάνουν μέχρι την ημέρα που τους αποδόθηκε ο βασιλικός τίτλος dame για την προσφορά τους στο θεάτρο και από εκεί στον Χάρι Πότερ, τον Τζέιμς Μποντ και τα ακουστικά βαρηκοΐας που φορούν όλες εκτός από την «πρέπει να βάλεις κι εσύ» Τζούντι Ντεντς. Και δυστυχώς ή ευτυχώς παραμένουν «στιγμές», αφού μέσα από κάθε μικρή η μεγάλη αφήγηση ξετυλίγεται η ιστορία κάθε μιάς από τις σπουδαίες αυτές γυναίκες, αλλά μόνο αχνά και το πλαίσιο μέσα στο οποιο κατάφεραν να επιβληθούν, οι φοβίες που έπρεπε να μετατρέψουν σε κινητήρια δύναμη, η αντίδρασή τους απέναντι στα χαρακτηριστικά που μια ολόκληρη κοινωνία που τις λατρεύει τους αποδίδει ερήμην τους.

Υπάρχει μια σκηνή όπου ο Ρότζερ Μισέλ ρωτάει την κάθε μία τι θα συμβούλευε σήμερα τον νεαρό εαυτό της και κάπου εκεί - καθώς μία μια προσπαθεί να σκεφτεί το ένα πράγμα που μπορεί να έκανε διαφορετικά - αντιλαμβάνεσαι πόσο περισσότερο απολαυστικό αλλά και πόσο περισσότερο σημαντικό θα ήταν το εν λόγω ντοκουμέντο αν αυτό το «τσάι» έφτανε λίγο πιο βαθιά, μέχρι τα σπλάχνα της βρετανικής κοινωνίας όπως την γνώρισαν οι ίδιες οι μεγάλες πρωταγωνίστριες, πιο βαθιά στο θέμα της ανισότητας των φύλων ειδικά την εποχή που ξεκινούσαν, πιο βαθιά στο πώς στο διάολο καταφέρνεις να είσαι τόσο ακομπλεξάριστα cool όταν μιλάς για πράγματα όπως ο θάνατος, ενώ το μοναδικό πράγμα που εκμπέμπεις - στην ένατη δεκαετία της ζωής σου - είναι η όρεξη σου για ζωή.