Η ιστορία ξεκινάει όταν ο Σον λαμβάνει ένα κωδικοποιημένο σήμα κινδύνου από ένα μυστηριώδες νησί, το οποίο δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη – ένα νησί με περίεργα όντα, βουνά από χρυσό, θανατηφόρα ηφαίστεια και πολλά εντυπωσιακά μυστικά. Ο πατριός του, βλέποντας ότι δεν μπορεί να τον αποτρέψει, θα αποφασίσει να τον συνοδεύσει στην αποστολή του. Μαζί με έναν πιλότο ελικοπτέρου και την πανέμορφη και ξεροκέφαλη κόρη του, θα αρχίσουν, να αναζητούν το νησί, να σώσουν τον μοναδικό κάτοικο του και να φύγουν πριν τα σεισμικά, ωστικά κύματα εξαφανίσουν το νησί και τους θησαυρούς του μια για πάντα.
Αν έπαιζε Κυριακή μεσημέρι στην τηλεόραση, το «Ταξίδι 2: Το Μυστηριώδες Νησί» θα ήταν το τέλειο χωνευτικό. Μια ταινία που παραβλέπει κάθε σεναριακό κανόνα δίνοντας έμφαση στην «περιπέτεια» προκειμένου να μην ενοχλήσει κανένα εγκεφαλικό κύτταρο εκτός από αυτό που αποθηκεύει μερικές ταινίες ως απόλυτα μη αναγκαίες. Και σε κάθε περίπτωση ταινίες που τις ξεχνάς σχεδόν την ίδια ώρα που τις βλέπεις.
Απλοϊκό τόσο στα μηνύματα του, όσο και στην υποτυπώδη υπόθεση του, το δεύτερο μέρος της σειράς που «διαβάζει» υποτίθεται ξανά τις περιπέτειες του Ιουλίου Βερν (το πρώτο μέρος με τίτλο «Journey to the Center of the Earth» κυκλοφόρησε το 2008) ξεκινάει συμπαθητικά με την ανακάλυψη του χάρτη που οδηγεί στο «Μυστηριώδες Νησί» για να γίνει γρήγορα ένα ανθυπο-Jurassic Park χωρίς απώτερο σκοπό.
Προϊστορικά τέρατα, μέλισσες που πετούν, ο Ναυτίλος από τις «20.000 Λέυγες Κάτω από τη Θάλασσα», ο Μάικ Κέιν ως γεροξεκούτης εξερευνητής και ο Ντουέιν Τζόνσον (βλ. The Rock) ως στοργικός πατριός, όλα μαζί και μερικά ακόμη εξωτικά και μη συνθέτουν ένα ταξίδι στη φαντασία που δύσκολα θα ενθουσιάζε ακόμη και το περιορισμένο target group των παιδιών στα οποία απευθύνεται.
Γειώνοντας την διάθεση για ελευθερία και – γιατί όχι; - αναρχία που ανέκαθεν υπήρξε το κέντρο στα αριστουργήματα του Ιουλίου Βερν σε ένα αφελές αναμάσημα της σημασίας της οικογένειας (αμερικάνικης κατά προτίμηση!), το «Ταξίδι» τοποθετεί στον πυρήνα της δράσης την προβληματική σχέση ενός εφήβου με τον πατριό του που φυσικά θα δοκιμαστεί τόσο κατά τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας ώστε να λήξει με ένα happy end.
Σαν συρραφή σκηνών που διαδραματίζονται σε τρεις διαστάσεις σε κάποιο entertainment park κάπου στον πλανήτη, το «Ταξίδι» μπορεί να είναι εύπεπτο και υπό συνθήκες διασκεδαστικό, αλλά αυτό δεν αρκεί για να ολοκληρώσει ακόμη και μια παιδική ταινία, προκαταβάλλοντας αυθαίρετα πως οι μικροί θεατές αρκούνται στα λίγα.
Ειδικά όταν ακόμη και είκοσι σελίδες της «Μυστηριώδους Νήσου» του Ιουλίου Βερν είναι πιο κινηματογραφικές, πιο θεαματικές, πιο συγκινητικές και πιο τρισδιάστατες από τη μιάμιση περίπου ώρα που διαρκεί αυτη η ταινία.