Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, η Σόνια Λίζα Κέντερμαν συστήνεται μ' ένα φιλμ παλαιάς κοπής, αισθητικά και ιδεολογικά, στο οποίο τα πολλά ανοιχτά σεναριακά «παράθυρα» μαρτυρούν μια, συμπαθή αλλά ξεκάθαρη, απειρία. Ο Νίκος είναι ένας μοναχικός πενηντάρης, ένα γεροντοπαλίκαρο - ράφτης, όπως κι ο πατέρας του, ο οποίος, στην αρχή της ταινίας, χρειάζεται να νοσηλευτεί. Η τράπεζα απειλεί να κατασχέσει το ραφτάδικο των δυο αντρών - στην Ελλάδα της κρίσης δεν υπάρχει περιθώριο για την πολυτέλεια ενός ωραίου, σιρ μεζίρ κασμιρένιου κοστουμιού - αλλά ο Νίκος ανακαλύπτει, προς φρίκη του πατέρα του, τον τρόπο να φέρει χρήματα στην επιχείρηση. Γίνεται πλανόδιος πωλητής ρούχων και ειδικά γυναικείων, μια και οι κυρίες ψωνίζουν περισσότερο και νυφικών. Στη νέα αυτή περιπέτειά του, μοναδικός σύμμαχός του είναι η παντρεμένη και μητέρα γειτόνισσά του.

Από τη μια πλευρά, η ταινία είναι, σκόπιμα μάλλον, εξαιρετικά παλιομοδίτικη. Οχι μόνο χάρη στο κεντρικό της αντικείμενο, ή στις βόλτες της στην παλιά Αθήνα των μικρών, εξειδικευμένων εμπορικών, ούτε μόνο εξαιτίας της μουσικής υπόκρουσής της που παραπέμπει σε παλιότερων δεκαετιών κομεντί. Περισσότερο επειδή, νοσταλγικά (παράξενη νοσταλγία για μια νεότατη σκηνοθέτη), επιμένει στην υπεροχή μιας παρελθούσης ευγένειας σ' έναν κόσμο που επενδύει στο φτηνό και στο γρήγορο, χωρίς, ωστόσο, να τη δικαιώνει, στ' αλήθεια, σεναριακά. Απ' αυτή τη γενική ιδέα ξεπηδούν κι άλλες «ρετρό» φόρμες, όπως ότι το όνειρο όλων των κοριτσιών και των μανάδων τους είναι ένα νυφικό, ή ότι ο άντρας ο κιμπάρης συντηρεί την οικογένειά του.

Από την άλλη, το φιλμ μπερδεύει μεταξύ τους στοιχεία χωρίς να καταφέρνει, ως το τέλος, να ισιώσει την κουβαρίστρα. Ο Δημήτρης Ημελλος στον κεντρικό ρόλο ακολουθεί το ύφος της σωματικής κωμωδίας, μεταξύ Νίκου Σταυρίδη και Ζακ Τατί, που εντείνεται κι από τις γωνίες λήψης του προσώπου του, μ' έναν τρόπο που θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων, αν τον ακολουθούσε κι η υπόλοιπη ταινία, αντί να τον αφήνει ν' ακολουθεί την οδηγία του μόνος. Η ιστορία ξετυλίγεται με γραφικές υπερβολές που απλώς εξυπηρετούν «χαριτωμένα» το σενάριο - καμιά μάνα δεν θα παραγγείλει το νυφικό της κόρης της σ' έναν περαστικό πλανόδιο που είδε από το μπαλκόνι, ο αμέμπτου ηθικής Νίκος δεν θα σκεφτεί δεύτερη φορά να λουφάρει φάρμακα από το γηροκομείο, η μικρή κόρη της γειτόνισσας θα εκβιάσει ψυχολογικά της αγοράστριες προφασιζόμενη έναν καλπάζοντας καρκίνο - όλ' αυτά ανώδυνα και ελαφριά.

Αλλά κι ο ίδιος ο ήρωας μοιάζει να μην έχει καμία απολύτως ζωή, έστω και κάτω από τον καταπιεστικό πατέρα του, κανένα παρελθόν, κανένα προσωπικό γνώρισμα πέρα από μια κοινωνική συστολή. Ακόμα κι αυτή η μία δραματική κορύφωση της ιστορίας εκτονώνεται κάπου εκτός οθόνης κι ένα λεπτό μετά έχει ξεχαστεί, στη σιωπή. Φιλόδοξο ντεμπούτο με στόχο μια γλυκιά, εμπορική, συγκινητική ταινία, που αφήνει την ταυτότητά της να πνιγεί κάτω από στρώματα παστέλ τούλι.