Παρόλο που έχει χάσει τη δουλειά του πρόσφατα, ο Μισέλ ζει ευτυχισμένος με την γυναίκα του Μαρί-Κλερ. Το ζευγάρι είναι ερωτευμένο για πάνω από τριάντα χρόνια. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους τους δίνουν χαρά, όπως και οι καλοί φίλοι που τους περιβάλλουν. Είναι και οι δύο περήφανοι για τους πολιτικοποιημένους αγώνες και τις ηθικές αξίες τους. Όμως, αυτή η ευτυχία θα διαταραχθεί από δύο οπλισμένους νεαρούς που θα τους επιτεθούν βίαια και θα αρπάξουν τα χρήματα που τους δώρισαν οι φίλοι τους για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο. Το σοκ γίνεται μεγαλύτερο όταν ανακαλύπτουν ότι την επίθεση την είχε οργανώσει ο Κριστόφ, ένας πρώην συνάδελφος του Μισέλ, που απολύθηκε την ίδια μέρα με εκείνον. Τα πράγματα μπλέκουν κι άλλο, αφού ο Κριστόφ μεγαλώνει μόνος του τα δύο μικρά αδέρφια του.
Τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι μια από εκείνες τις ταινίες που θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν μελοδραματικές, διδακτικές απολογίες ενός μεσήλικου, καλοβαλμένου κοινού, που έχει τον χρόνο και την άνεση να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη του σινεμά.
Ομως όπως συνήθως συμβαίνει στις ταινίες του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, η αλήθεια και η αμεσότητα της ιστορίας του, η συναισθηματική καθαρότητα των ιδεών του, η απλότητα των εικόνων του, την μεταμορφώνουν σε κάτι τόσο αφοπλιστικά ειλικρινές, που δεν έχεις άλλη επιλογή από το να του παραδοθείς.
Το σενάριο δανείζεται μια από τις κεντρικές ιδέες του από ένα ποίημα του Βίκτορα Ουγκό και τοποθετεί τους ήρωές του -όπως συνήθως στις ταινίες του Γκεντιγκιάν- στη Μασσαλία, στην εργατική τάξη, από την οποία κι ο ίδιος προέρχεται, ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν από το λιμάνι. Ξεκαθαρίζοντας τις καλές προθέσεις τους και την καθαρή τους καρδιά, τους φέρνει στη συνέχεια αντιμέτωπους με ένα σοβαρότατο ηθικό πρόβλημα και σου ζητά να διαλέξεις πλευρά μαζί τους.
Το φιλμ περιλαμβάνει μια ληστεία, αλλά δεν ακολουθεί την οδό της αστυνομικής πλοκής, περιέχει μερικές δραματικές αποκαλύψεις αλλά δεν ποντάρει στην εύκολη συγκίνηση. Ο Γκεντιγκιάν τοποθετεί απλά τα δεδομένα στην οθόνη και σε αφήνει ανοιχτές όλες τις επιλογές αντίδρασης όπως και στους ήρωές του.
Η ματιά του ξεκάθαρα κοινωνική, πολιτική σχεδόν, δεν σε καθοδηγεί, αντίθετα σε προκαλεί σε έναν συνεχή διάλογο. Με τους ήρωες, αλλά και τον εαυτό σου: «Τι θα έκανα στη θέση τους»; Σε μια δεύτερη σκέψη, με μαι κυνική ματιά μπορεί τα διλήμματα που θέτει το φιλμ να μοιάζουν σχεδόν απλοϊκά, όμως ο τρόπος που χειρίζεται ο Γκεντικιάν την ιστορία και τους ήρωες δεν είναι τίποτα λιγότερο από αξιοθαύμαστος.
Λάτρης της απλότητας, οπαδός ενός κοινωνικού σινεμά που ποντάρει πάντα στους ανθρώπους χτίζει ένα θαυμάσιο πορτρέτο των χαρακτήρων, του περιβάλλοντός τους, της πραγματικότητας γύρω τους, φιλοδοξώντας όπως λέει να δείξει τη «γενναιόδωρη πλευρά των φτωχών ανθρώπων».
Το καταφέρνει απόλυτα, με φυσικότητα και τρόπο ανακουφιστικά συγκινητικό και μαζί ανακαλύπτει την πιο γενναιόδωρη πλευρά του θεατή, πείθοντάς μας να κατεβάσουμε τις ασπίδες του κυνισμού μας και να απολαύσουμε τη θέα στην πιο καλή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.