Κάποια στιγμή, ενώ ο έκπτωτος δήμαρχος της Ζαχάρως Πανταζής Χρονόπουλος ζητάει από την βοηθό του, «ντροπαλή» ακόμα υποψήφια αντι-δήμαρχο, να του φέρει τα έτοιμα, σημειωμένα ψηφοδέλτια για να τα παραδώσει κατευθείαν στους υποψήφιους ψηφοφόρους του, εκείνη σαστίζει και του ψιθυρίζει κάτι. «Και τι σημαίνει που γράφουν οι κάμερες;» της αντιτείνει ο Χρονόπουλος, γεμάτος θράσος και απάθεια μαζί.
Είναι μια αντίδραση που δε θα έπρεπε να προκαλέσει την έκπληξη σε όποιους παρακολούθησαν ήδη τα δύο προηγούμενα κεφάλαια της «Ζαχάρως» (το «Sugartown: Οι Γαμπροί» του 2006 και το «Sugartown: Η επόμενη μέρα» του 2007) αλλά και σε όποιους, λίγο-πολύ, είναι εξοικειωμένοι με τις ελληνικές εκλογικές πρακτικές, ειδικά σε αποκεντρωμένες τοποθεσίες όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παραμείνει στάσιμος.
Ο Χρονόπουλος δεν έχει να κρύψει τίποτα. Αντίστοιχα, ο δημιουργός Κίμων Τσακίρης δεν χρειάζεται να σχολιάσει εξίσου τίποτα, παρά να κρατήσει την κάμερά του ανοιχτή, να καταγράψει κάθε σουρεαλιστική αλλά και τόσο αληθινή λεπτομέρεια αυτής της εκλογικής πραγματικότητας και να αφήσει τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους, χωρίς φανερή μεροληπτική διάθεση και αξιοποιώντας πλήρως την αίσθηση εμπιστοσύνης που κέρδισε ύστερα από τόσα χρόνια γνωριμίας με τον περίφημο δήμαρχο της Ζαχάρως.
Βέβαια, η «εμπιστοσύνη» εύκολα μετατρέπεται σε υποτίμηση όταν ο Χρονόπουλος νιώθει την ανάγκη να κατευθύνει ακόμα πιο έντονα τους ψηφοφόρους του και να κάνει πιο αποτελεσματικά την δουλειά του εντός του σπιτιού τους. «Μήπως θέλουν κάτι και τα παιδιά;» ρωτά καλόβολα κάποια στιγμή μια αφελής ηλικιωμένη. Η απάντηση του Χρονόπουλου είναι ένα απότομο και αυστηρό όχι, κανείς δεν μπορεί να παρέμβει στη δουλειά του αυτή τη στιγμή.
Αντίστοιχα, όταν συναντά σε ένα ακόμη μικρό χωριό έναν παλιό του γνώριμο και, φυσικά, σίγουρο ψηφοφόρο, χαμηλώνει τον τόνο της φωνής του. «Πόσοι είστε;» ρωτάει με νόημα, υπολογίζοντας με ακρίβεια κάθε μοναδική ψήφο, ώστε να κατακτήσει για άλλη μια φορά το πολυπόθητο αξίωμα, ειδικά από την στιγμή που μπήκε ξανά τόσο αργά στην εκλογική κούρσα.
Κατηγορούμενος για μια σειρά οικονομικών και νομικών ατασθαλιών κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο έκπτωτος δήμαρχος (που έγινε ευρύτατα γνωστός από την υπόσχεσή του να φέρει νύφες από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης για τους ανύπαντρους άντρες του χωριού και αποκαθηλώθηκε άμεσα όταν αποδείχτηκε ανεπαρκής ύστερα από τις πυρκαγιές που μάστισαν την περιοχή το 2007) λαμβάνει, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, το δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα για το ανώτατο αξίωμα της πόλης. Για τον ίδιο, αυτή η βδομάδα αποτελεί μια προσωπική εκστρατεία οριστικής νίκης απέναντι στους αντιπάλους του και μια ύστατη ευκαιρία να αποδείξει την ισχύ του, όπως άλλωστε συνέβαινε και τα τελευταία 12 χρόνια ως απόλυτος άρχοντας της περιοχής.
Για τον Τσακίρη όμως, όλο αυτό είναι η ιδανική αφορμή για να ρίξει μια σύγχρονη ματιά στα – διαχρονικά τελικά – πολιτικά ήθη, να εντοπίσει το αστείο μέσα σε μια εντελώς σοβαρή στη βάση της κατάσταση και να αναδείξει τελικά το θράσος ως το απόλυτο πολιτικό προσόν, όλα στοιχεία απόλυτα προφανή και αναμενόμενα αλλά και ταυτόχρονα εξαιρετικά απολαυστικά στον τρόπο που φανερώνουν ότι ουσιαστικά «είμαστε αυτό που ψηφίζουμε».
Κάθε επεισόδιο της τριλογίας της Ζαχάρως τροφοδοτούνταν από το αλισβερίσι ανάμεσα στην πολιτική και την τοπική κοινωνία, μόνο που αυτή τη φορά αυτή η σχέση αποκτά την κεντρική θέση της αφήγησης, ταιριαστά ως ο μεγάλος κακός ολόκληρης της ιστορίας. Κι αν από το φιλμ λείπει μια πιο ουσιαστική μελέτη του φαινομένου, οι ακατέργαστοι χαρακτήρες του προσδίδουν μια ανατριχιαστική αυθεντικότητα, η οποία ενδεχομένως να ήταν και εξαρχής το ζητούμενο.
Ο Τσακίρης δεν λέει ουσιαστικά κάτι καινούριο, ούτε και το ντοκιμαντέρ του αποτελεί μια απόπειρα να εξηγηθούν οι λόγοι που μια τέτοια πραγματικότητα γίνεται ρεαλιστική (αν και ίσως θα έπρεπε). Ομως το «Sugartown – Για μια Χούφτα Ψήφους» λειτουργεί ακριβώς γιατί είναι άμεσο, γιατί η αφήγησή του είναι λιτή, γιατί η γραφή του είναι εξαιρετικά προσβάσιμη στον τρόπο που παρουσιάζει το, όχι απλά βασισμένο σε αληθινή ιστορία αλλά άκρως αληθινό, θέατρο του παραλόγου του.
Γιατί σαφώς και οι απειλές του Χρονόπουλου απέναντι στους αντιπάλους του είναι μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Σαφώς και η παραγκώνιση του νόμου μπροστά στο προσωπικό – ή το παραπλανητικά «συλλογικό» – συμφέρον είναι καθοριστικό κομμάτι της εξίσωσης. Σαφώς και οι μεγαλοστομίες και ο πολιτικός θόρυβος αποτελεί ενδεικτικό μιας παθογένειας που κατέληξε να είναι ο κανόνας.
Ολα αυτά είναι εμφανή και στο ντοκιμαντέρ του Τσακίρη αλλά και στα πλάνα αρχείου που εμβόλιμα διανθίζουν με πληροφορίες την αφήγηση, στοιχεία που αναπόφευκτα κορυφώνονται σε μια εκλογική βραδιά που ουσιαστικά φέρνει σε σύγκρουση το παλιό και το νέο, το κατεστημένο απέναντι σε μια φαινομενικά νέα λύση και τις «φήμες» κόντρα στα «γεγονότα», όσο ο Τσακίρης κρατά κολλημένη την κάμερα μπροστά στο πρόσωπο του αντι-ήρωά του, έτοιμος τόσο τον θρίαμβο όσο και για την αποκαθήλωσή του.
Το «Sugartown – Για μια Χούφτα Ψήφους» άλλωστε θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως μικρογραφία ολόκληρης της εκλογικής πραγματικότητας, ανησυχητικά ανεξαρτήτως εποχής και περιοχής εντός της ελληνικής επικράτειας. Οι χαρακτήρες του μπορεί να προκύπτουν στερεοτυπικοί (ο Τσακίρης δεν κάνει ιδιαίτερες προσπάθειες για ανατροπή των όποιων στερεοτύπων) αλλά αποδεικνύονται και απόλυτα γνώριμοι, ως ήρωες μιας παλιάς ελληνικής ταινίας, ως μορφές σάτιρας και ως προϊόντα προς κατανάλωση στα τηλεοπτικά παράθυρα των ειδήσεων από μια άλλη (ή και όχι) εποχή.
Η τύχη του αύριο είναι μια ιστορία για μια άλλη μέρα.