Love hurts. Love scars. Love wounds and mars. Ο Τζέι Τι Μόλνερ στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα (μετά το γουέστερν «Outlaws and Angels» του 2016), πραγματοποιεί μία δραματική αλλαγή πλεύσης στην καριέρα του, παραδίδοντάς μας ένα ιδιότυπο φεμινιστικό (body) horror, εμποτισμένο με ανατροπές, παράνοια και διερεύνηση της ψυχοσύνθεσης μίας γυναίκας που - στο τέλος της ημέρας - το μόνο που αναρωτιέται είναι «τι πρέπει να κάνει για να περάσει καλά» σε έναν κόσμο που δεν έχει φτιαχτεί για εκείνη.

Το «Strange Darling» αφηγείται την ιστορία ενός one night stand μεταξύ δύο αγνώστων, το οποίο παίρνει απροσδόκητη τροπή, όταν αποκαλύπτεται ότι ο ένας εξ αυτών είναι κατά συρροή δολοφόνος. Ενα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό θα ξεκινήσει μεταξύ τους, με τη μία αιματοχυσία να διαδέχεται την άλλη, στην προσπάθεια για επιβίωση, αλλά και εκδίκηση.

Ηδη από τους τίτλους αρχής, o Μόλνερ μας συστήνει τους δύο πρωταγωνιστές, Γουίλα Φιτζέραλντ («Ο Δρόμος της Εξιλέωσης») και Κάιλ Γκάλνερ («Smile»), ως «The Lady» και «Τhe Demon» αντίστοιχα, καθιστώντας σαφές το δίπολο καλού-κακού, θύματος-θύτη, μόνο και μόνο για να το καθαιρέσει πλήρως στη συνέχεια. Μας προϊδεάζει για το ότι όσα θα δούμε βασίζονται σε πραγματική υπόθεση που έλαβε χώρα μεταξύ 2018 και 2020 (πράγμα που δεν ισχύει) και συνεχίζει στην ίδια λογική, χωρίζοντας την πλοκή σε έξι κεφάλαια που παρουσιάζει μη γραμμικά, σε μία προσπάθεια να δημιουργήσει τη δική του μετα-γλώσσα, την οποία και διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ.

Πιστό στην τάση της εποχής που θέλει τις ταινίες τρόμου να διεκδικούν - πλέον - ένα πιο arthouse στάτους, το «Strange Darling», είναι εξολοκλήρου γυρισμένο σε φιλμ 35mm, διαμορφώνοντας ένα έντονο, τόσο-όσο χιπστερικό στιλιζάρισμα, γεμάτο χιτσκοκικά καδραρίσματα και έμφαση στην αισθητική και την ατμοσφαιρικότητα. Τη διεύθυνση φωτογραφίας αναλαμβάνει μάλιστα - για πρώτη φορά στην καριέρα του - ο Τζιοβάνι Ριμπίζι, υπηρετώντας τον ρόλο του με σεβασμό, έμπνευση και, εντέλει, επιτυχία.

Οι θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται η ταινία είναι πολλές, στρεφόμενες πάντα γύρω από τον κυρίαρχο άξονα του γυναικείου βιώματος. Αυτοδιάθεση, συναίνεση, σαδομαζοχισμός και (έμφυλες) θέσεις ισχύος θίγονται άλλοτε άτσαλα, επιδεικτικά και με μία δόση διδακτισμού - προερχόμενη από άντρα σκηνοθέτη (…) - και άλλοτε λειτουργικά, κάνοντάς μας να αναλογιστούμε τη βαρύτητα που φέρει η διεκδίκηση της γυναίκας στο - αυτονόητο - δικαίωμά της στη διασκέδαση, όπως η ίδια την ορίζει, χωρίς το κόστος του οποιοδήποτε τιμήματος.

Στα δυνατά χαρτιά της ταινίας συγκαταλέγεται η παραπάνω από αξιοσημείωτη ερμηνεία της Γουίλα Φιτζέραλντ, η οποία ελίσσεται έξυπνα και εντυπωσιακά ανάμεσα στις εναλλαγές της δυναμικής που επιτάσσει ο ρόλος της. Σύμμαχός της αποδεικνύεται το μικροκαμωμένο και φαινομενικά εύθραυστο φιζίκ της, το οποίο εξυπηρετεί πλήρως στην αμφισημία του χαρακτήρα που υποδύεται, ενισχύοντάς την. Αντίστοιχα επιτυχημένη είναι και η επιλογή του συμπρωταγωνιστή της, Κάιλ Γκάλνερ. Γοητευτικός, χοτ και με σαρδόνια χαμόγελα να του ξεφεύγουν κάθε τόσο, ο Γκάλνερ καταφέρνει με ευκολία να χτίσει για τον χαρακτήρα του την ακριβή εικόνα και αίσθηση που έχει οραματιστεί ο Μόλνερ.

Εξίσου άξια αναφοράς είναι και η μουσική επένδυση του φιλμ. Τα ορίτζιναλ κομμάτια της Ζ Μπεργκ προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο συνολικό στιλιζάρισμα, δια της αντίστιξης που δημιουργούν μεταξύ της μελαγχολικής, σχεδόν υποτονικής μελωδίας και των βίαιων, γεμάτων ένταση σκηνών. Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει όμως είναι η - δεσπόζουσα στο soundtrack - ευρηματική διασκευή του «Love Hurts» του 1960 των Everly Brothers (γνωστότερο μέσω της επανεκτέλεσής του από τους Nazareth, το 1974), το οποίο μετά την ταινία δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο, καθώς όπως (μας) προειδοποιεί και η ίδια η πρωταγωνίστρια, «από ‘δω και πέρα αυτό θα είναι το τραγούδι μας».

Οσον αφορά τη διαχείριση της ιστορίας και την κλιμάκωση της ταινίας, ο Μόλνερ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο. Δημιουργεί ένα αιματοβαμμένο οδοιπορικό στη χώρα της απανταχού οπλοφορίας, το οποίο απαρτίζεται από σταθμούς που ενίοτε μοιάζουν αχρείαστα με fever dream (ανάμεσά τους το πέρασμα από ένα σπίτι δύο ηλικιωμένων συνωμοσιολόγων στο δάσος, οι οποίοι περνούν την ώρα τους φτιάχνοντας παζλ με τον Σκοτ Μπάιο) και άλλες φορές σοκάρουν, χωρίς περιττές προσθήκες. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αδυναμία του φιλμ εντοπίζεται εκεί ακριβώς όπου έγκειται και η βασική επιδίωξή του: στον εντυπωσιασμό μέσα από τις διαρκείς ανατροπές που διαδέχονται η μία την άλλη.

Εμμονικά προσκολλημμένος στο να πρωτοτυπήσει - και αποφασισμένος να το πετύχει - είτε μέσω της φόρμας και της δομής, είτε της οπτικής απόδοσης και της μουσικής επένδυσης, ο Μόλνερ μάλλον καταλήγει περισσότερο να κουράζει το κοινό, παρά να καινοτομεί. Ο συνδυασμός της επιμονής του στο να παραδώσει ένα άρτιο, απ’ όλες τις απόψεις, φιλμ και των συνεχόμενων εναλλαγών, έχουν σαν αποτέλεσμα η ταινία να καταντά υπερφίαλη και εκνευριστικά φιγουρατζίδικη ανά σημεία.

Μία μπερδεμένη αλληγορία για το female rage, μία παρανοϊκή ιστορία αγάπης (;) και πάνω απ’ όλα μία διασκεδαστική ταινία για τους φαν (και μη) του είδους που δικαιώνει αρκετά το hype που έχει λάβει (μέχρι και ο Στίβεν Κινγκ δήλωσε ενθουσιασμένος με το φιλμ), το «Strange Darling» θα σας κάνει να θέλετε να ρωτήσετε το επόμενο ντέιτ σας «μήπως είσαι serial killer;».