Είναι δύσκολο να αρνηθείς την αφηγηματική τόλμη μιας ταινίας που ξεκινάει με έναν πρόλογο φαινομενικά ασύνδετο με τα επόμενα - εδώ η ιστορία μιας single mother που θα πέσει θύμα βιασμού από έναν αστυνομικό και που σε ένα γύρισμα της τύχης θα βρεθεί νεκρός από το ίδιο του το όπλο.

Ο,τι ενώνει αυτήν την ιστορία με την επιστροφή ενός νέου στη γενέτειρα του μετά από ένα διάστημα φυλακής, είναι μόνο θέμα location, καθώς ο τόπος ορίζει περισσότερο από προφορές, σκονισμένα τζινς ή ανοιχτούς λογαριασμούς το νεό-γουέστερν που εκτυλίσσεται με φόντο το Μισισίπι, εκεί όπου όλοι ανεξαιρέτως οι ήρωες αυτής της τραγωδίας (που την ίδια ακριβώς στιγμή άγεται και φέρεται ως σαπουνόπερα) προσπαθούν να βρουν εξιλέωση.

Οι ιστορίες φυσικά και θα ενωθούν. Η single mother θα βρεθει στο δρόμο του νεαρού που θα επιστρέψει σπίτι του για να συναντήσει δύο οργισμένους τύπους από το παρελθόν (την καθοριστική συμβολή του οποίου θα μάθουμε επίσης πολύ αργότερα), τον κολλητό του, πλέον αστυνομικό και τον πατέρα του σε μια ανακωχή με όσα μπορεί να είχαν προηγηθεί στις ζωές τους. Περισσότερο όμως από όλους αυτούς - που σε μια αναδίπλωση προβληματική όσο και οι ήρωες που προσπαθεί να σκιαγραφήσει - ο νεαρός θα επιστρέψει στον κακό του εαυτό από τον οποίο θα πρέπει αυτή τη φορά να ξεφύγει οριστικά.

Βαρύ (κι ασήκωτο) σαν μια ανείπωτη τραγωδία, το φιλμ της Ναντίν Κρόκερ, βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάικλ Φάρις Σμιθ που το φαντάζεσαι διαποτισμένο από τη μελαγχολία και την ακινησία της περιοχής, αλλά όχι με τον λάθος τρόπο που το εικονογραφεί η (και ηθοποιός) Κρόκερ, σαν ένα σίριαλ διαρκών γυρισμάτων της τύχης που, πνιγμένα μέσα στην ασταμάτητη μουσική δίνουν την αίσθηση ενός φορτωμένου πρόμο για καθημερινό της σειράς που θα συγκινήσει χωρίς προηγούμενο τα πλήθη των τηλε-θεατών.

Από το κάστινγκ που πελαγοδρομεί μέσα σε επιτηδευμένες προφορές (ακόμη μια χαμένη ευκαιρία για τον φωτογενή Γκάρετ Χέντλουντ, ακόμη ένα ευκολάκι για τον - καλύτερο εδώ από όλους - Μελ Γκίμπσον σε μικρό ρόλο) μέχρι τη διαρκή κίνηση της κάμερας που προσομοιάζει την απελπισία αν ήταν χαρακτήρας, είναι λίγες οι στιγμές που, σιωπηλό, αυτό το (μελό) - δράμα καταφέρνει να δώσει το στίγμα ενός νεο-νουαρ-γουέστερν που θα μπορούσε να λειτουργήσει μέχρι και θεραπευτικά.

Μέχρι και το φινάλε του, o «Δρόμος της Εξιλέωσης» υπέρ-προσπαθεί να συγκινήσει, να υποβάλλει, να πείσει για τη σοβαροφάνεια του που τελικά καταπλακώνεται από το ίδιο το βάρος των προθέσεων του περί εξιλέωσης και λοιπών χριστιανικών αφηρημένων ιδεών, αφήνοντας μόνο μικρές εκλάμψεις καθαρής μελαγχολίας να διασχίζουν το δρόμο του προς το φινάλε. Όσα αφηγείται είναι πιο ενδιαφέροντα από τον τρόπο που τα αφηγείται, μόνο που στο σινεμά αυτός ο δρόμος έχει σπάνια γυρισμό…