[Κανονικά δεν περιέχονται spoilers για την υπόθεση της ταινίας, αλλά για καλό και για κακό αν δεν θέλετε να ξέρετε τίποτα πριν τη δείτε, μην διαβάσετε παρακάτω]
Το «Star Wars: Οι Τελευταίοι Jedi» - όχι ο τίτλος δεν είναι spoiler, αφού η εντολή οι Τζεντάι να αναφέρονται σε πληθυντικό αριθμό δόθηκε από την ίδια την παραγωγή της ταινίας – δεν ξεκινάει από εκεί που σταμάτησε το «Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει» του 2015.
Στο τέλος της έβδομης ταινίας της saga του «Πολέμου των Αστρων», η Ρέι φτάνει στο νησί όπου ζει πλέον απομονωμένος ο Λουκ Σκαϊγουόκερ και τον πλησιάζει στην άκρη ενός ψηλού βράχου. Εχει φτάσει εκεί για να του ζητήσει να επιστρέψει και να γίνει ο ηγέτης της Επανάστασης – ιερό δισκοπότηρο και μόνο η ύπαρξή του αλλά και η «σχέση» του με τη νέα πρωταγωνίστρια της σειράς, την Ρέι. Την Ρέι που μαθαίνει τι σημαίνει «Δύναμη», την Ρέι που γνωρίζει τη «Σκοτεινή Πλευρά», την Ρέι που αναζητά τους γονείς της, την Ρέι στην οποία (από μαντεψιά και μόνο) αναφέρονται όλοι οι τίτλοι της νέας τριλογίας.
Ο Ράιαν Τζόνσον ξεκινάει την όγδοη ταινία από αλλού – όχι τυχαία μια εντυπωσιακή σκηνή δράσης που παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα - θέλοντας έτσι να αποστασιοποιηθεί από το για πολλούς (άδικα) ακαδημαϊκό σύμπαν της ταινίας του Τζέι Τζέι Εϊμπραμς, το οποίο όμως υπήρξε (δίκαια) ένα υποδειγματικό reboot και μαζί μια αυτόφωτη ταινία της εποχής της, καταδικασμένη (και δίκαια και άδικα) να γίνει αυτόματα κλασική.
Το σύμπαν του Ράιαν Τζόνσον είναι πιο παιχνιδιάρικο, «πειραγμένο» θα το έλεγε ο ίδιος ο δημιουργός του, που πριν γίνει ο εκλεκτός διάδοχος του Εϊμπραμς έπαιζε με τα κινηματογραφικά είδη στο πιο σκοτεινό νεο νουάρ «Brick» και στο μέτα sci-fi «Looper». Μέσα στους «τελευταίους Τζεντάι» το κλασικό καλειδοσκόπιο της saga (περιπέτεια που εναλλάσσεται με το δράμα, το χιούμορ ως δρόμος για τη συγκίνηση, χαρακτήρες στο όριο ανάμεσα στο φως και τη σκοτεινή πλευρά) έρχεται να αρχετυποποιηθεί ακόμη πιο πολύ – σχεδόν αγγίζει τα όρια του, αναζητώντας διαρκώς τρόπους να μοιάζει ταυτόχρονα κλασικό και επίκαιρο.
Το αποτέλεσμα μοιάζει κατακερματισμένο, άλλοτε μεγαλειώδες και άλλοτε ισχνό, άλλοτε ένα μεγάλο βήμα μπροστά στην τροχιά του μέλλοντος που βρίσκεται ήδη η saga, άλλοτε πιο πίσω, σε εποχές που η Disney φοβόταν το πολύ σκοτάδι και πρόσθετε χαριτωμένα ζωάκια για να αποσπάσουν την προσοχή του θεατή από το πολύ δράμα – τίποτα προσωπικό με τα τρισχαριτωμένα αν και αχρείαστα ποργκ, πόσο μάλλον με τα «κρυστάλλινα σκυλιά» κοντά στο φινάλε που πρέπει να τα δεις για να τα πιστέψεις.
Πιο επικό σχεδόν από οποιαδήποτε ταινία του «Πολέμου των Αστρων» - αλλά σε αναλογία δόσεων ελαφρότητας και σοβαρότητας πιο κοντά στην «Επιστροφή των Τζεντάι» με τον ίδιο τρόπο που το «Η Δύναμη Ξυπνάει» βρίσκεται πιο κοντά στο «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», το φιλμ του Τζόνσον μεγενθύνει το συναίσθημα δίνοντας νόημα στη φαντασμαγορία, κάθε συνάντηση ανάμεσα στους ήρωές του μοιάζει με το best of μιας σαιξπηρικής τραγωδίας που βυθίζεται μέσα στη συνταρακτική υποψία – και συχνά επιβεβαίωση – αποκαλύψεων που επειδή πλέον τις περιμένεις δεν είναι πάντα το ίδιο... συνταρακτικές.
Μέσα σε αυτά τα μεγέθη, οι ήρωες της εποποιίας βρίσκονται εκεί, καθαροί, σχεδόν κρυστάλλινοι κι αυτοί, αρχέτυπα που ο Ράιαν Τζόνσον αντιμετωπίζει σχεδόν σαν ιερά τέρατα και αγίους μαζί, πράγμα που άλλοτε λειτουργεί αποθεωτικά και άλλοτε «μπουκώνει» την ήδη γεμάτη σύμβολα ιστορία. Δεν είναι μόνο η Κάρι Φίσερ που εκ των πραγμάτων ποτίζει όλη την ταινία με τη μελαγχολία της μεγάλης φυγής, ούτε ο Λουκ Σκαϊγουόκερ του Μαρκ Χάμιλ που «επιστρέφει» ενώνοντας όλο το χαμένο χρόνο ανάμεσα και στις 7 ταινίες που προηγήθηκαν. Είναι και η Λόρα Ντερν σε ένα (μόνο σε διάρκεια) μικρό πέρασμα, ο Φιν που υπάρχει εδώ μάλλον για να μην τον ξεχάσει κανείς όταν θα εμφανιστεί ξανά στην ένατη ταινία, μια νεαρή Ασιάτισσα που προστίθεται για χάρη του diversity σε ένα καταχρηστικό υπο-love story, η Ρέι που εδώ παραδίνεται στην εξωστρέφεια καθώς βρίσκει τον πραγματικό της εσωτερικό εαυτό.
Ολοι τους μπαινοβγαίνουν – πολλές φορές άσκοπα και πιο σχηματικά και από την όποια σύμβαση ενός παραμυθιού - από την ιστορία, κρυμμένοι πίσω από το μέγεθος του Κάιλο Ρεν, έτσι (εξαιρετικά) όπως τον υποδύεται ο Ανταμ Ντράιβερ στο ρόλο ενός Κορυφαίου ενός Χορού που αφηγείται αυτό που είναι πραγματικά πλέον ο «Πόλεμος των Αστρων»: μια συναρπαστική διαδρομή από το κακό στο καλό, και όχι ανάποδα.
Ναι, η κατακόκκινη αίθουσα στο βασίλειο του Σνόουκ είναι εικαστικά εκτυφλωτική, κι όμως ακόμη κι έτσι, λιγότερο από το – μένει στην ιστορία - κατακόκκινο τοπίο της τελικής μάχης, εκεί όπου το κακό με το καλό θα συναντηθούν για ακόμη μια φορά για να δώσουν λόγο πως θα μείνουν για πάντα ενωμένα σε μια διαρκή πάλη που γίνεται πρωτίστως μέσα μας. Ο Ράιαν Τζόνσον το νιώθει αυτό, σαν πιστό fanboy που είναι και δεν θα ήθελε για κανένα λόγο να προδώσει την αφελή, αλλά τόσο πολύτιμη ευθεία γραμμή πάνω στην οποία χτίστηκε ολόκληρη η φιλοσοφία των… Τζεντάι.
Απλά προτιμά να το εξωτερικεύσει, να το φωνάξει, να γεμίσει κάθε πτυχή μιας έτσι κι αλλιώς φλύαρης αφήγησης με ακόμη περισσότερη ένταση. Εκεί που θα αρκούσε o λιτός, βαθιά συγκινητικός, απέριττος τρόπος με τον οποίο, για παράδειγμα, ο Τζον Γουίλιαμς εμπιστεύεται ένα χέρι στο πιάνο για μια σονάτα – παραλλαγή πάνω στο διαχρονικό μουσικό θέμα που μοιάζει να μην σταμάτησε ποτέ να παίζει κάπου στο φόντο αυτού του μακρινού γαλαξία.