«Ποτέ μου δεν λύγισα μπροστά στη δουλειά. Τα έχω κάνει όλα. Εχω δουλέψει υδραυλικός, χτίστης, κηπουρός, εργάτης. Εχω σκάψει πολύ στη ζωή μου. Αντέχω...» δηλώνει στην πρώτη του σκηνή ο Ρίκι, ένας 40χρονος σύζυγος και πατέρας. Δεν τον έχουμε καν δει ακόμα. Ακούμε τη φωνή του και βλέπουμε την πλάτη του, έτσι όπως κάθεται σ' ένα γραφείο και περνάει συνέντευξη για μια θέση οδηγού σε εταιρία courier. Οι απαντήσεις που παίρνει από τον εργοδότη μοιάζουν ανακουφιστικές. Και γεμάτες ελπίδα. «Δεν θα δουλεύεις για εμάς, θα δουλεύεις μαζί μας. Εσύ θα είσαι το αφεντικό του εαυτού σου. Θα φέρεις το δικό σου φορτηγό, θα εργάζεσαι χωρίς ωράριο. Οσο περισσότερο δουλεύεις, τόσο περισσότερο θα αμοίβεσαι. Δε θα έχεις μισθό, θα έχεις ανταλλακτικά μπόνους...»
Είτε γιατί η χώρα σου είναι δέκα χρόνια σε κρίση, ή γιατί προέρχεσαι από κοινωνικές τάξεις που το «laissez faire» του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν ήταν ποτέ με το μέρος σου, είτε γιατί απλώς διαβάζεις κι ενημερώνεσαι και ξέρεις, για παράδειγμα, τι συμβαίνει στους υπαλλήλους της Amazon (και τις καταγγελίες που ουρούν σε μπουκάλια νερού γιατί δεν προλαβαίνουν) καταλαβαίνεις πολύ καλά τι ακούς: κανείς δεν σε προσλαμβάνει, δε θα έχεις ιατρική κάλυψη, θα χρεωθείς ένα αυτοκίνητο, θα επωμιστείς τις ζημιές του, θα δουλεύεις ατελείωτες ώρες με το καρότο μιας καλύτερης ζωής να κρέμεται μπροστά από τη μύτη σου. Αλλά δε θα το φτάνεις ποτέ. Κι αυτό ονομάζεται «όποιος θέλει, μπορεί», «η τύχη είναι στα χέρια σου», «οι ικανοί προκόβουν», «οι τεμπέληδες μόνο δεν τα καταφέρνουν». Τρέχα λοιπόν στον τροχό του χάμστερ. Με όποιο κόστος.
Το κόστος περιμένει στο σπίτι. Η Αμπυ, η στωική, ζεστή, ψύχραιμη σύζυγος – μία νοσοκόμα που φροντίζει κατ' οίκον γέροντες και παραπληγικούς («έχω έναν κανόνα: φέρομαι σαν να ήταν οι γονείς μου»), κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «εμείς, πότε θα βλεπόμαστε;» Η 11χρονη κόρη Λίζα, ένα κοριτσάκι πιο ώριμο από την ηλικία της, στηρίζει όσο μπορεί, αλλά η διάχυτη αγωνία, η ανισορροπία και η ανασφάλεια των γονιών, τγλιστρά υποσυνείδητα στο κρεβάτι της κα την κάνει να το βρέχει βράδια. Κι ο 15χρονος Σεμπ, φέρεται ως 15χρονος. Ξεσπά άναρχα και βίαια απέναντι σε ό,τι η ζωή του δείχνει ότι τον περιμένει. Εκείνος δε θα γίνει σαν τον πατέρα του. Οχι γιατί ο πατέρας του δεν είναι πρότυπο υπεθυνότητας. Αλλά γιατί αυτό πλέον είναι συνώνυμο του loser.
Ο Κεν Λόουτς, βραβευμένος ήδη μέσα στα χρόνια με δυο Χρυσούς Φοίνικες σκηνοθέτης (το 2006 με το «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι», και δέκα χρόνια μετά με το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ») επιστρέφει με ένα ακόμα ακτιβιστικό δράμα κοινωνικού ρεαλισμού. Κι αν σε άλλες ταινίες του το πολιτικό μήνυμα παίρνει διαστάσεις επανάστασης, εδώ το κρατά μικρό, οικογενειακό – στην παράδοση του βρετανικού «kitchen-sink drama».
Βασιζόμενος για άλλη μια φορά στην πένα του μόνιμου συνεργάτη του Πολ Λάβερτι, ο Λόουτς επιχειρεί να παρουσιάσει την καθημερινότητα μία τέτοιας συμφωνίας με το διάβολο. Οταν δεν υπάρχει άμεσα (γιατί φυσικά και υπάρχει έμμεσα) εργοδότης. Οταν αφεντικό του εαυτού σου είσαι εσύ. Οταν σε μαθαίνει το σύστημα να απορρίπτεις από μόνος σου το 8ωρο. Οταν υπερχρεώνεσαι για να τζογάρεις μία ευκαιρία στην επιτυχία και την ασφάλεια. Οταν καταλήγεις εξαντλημένος, σπασμένος, κλονισμένος να διακινδυνεύεις τη σωματική σου ακεραιότητα, γιατί, δεν μπορεί, θα τα καταφέρεις. Δε θα αφήσεις σημείωμα «Sory we missed you» στον πελάτη. Θα το αφήσεις πρώτα στον εαυτό σου. Στην οικογένειά σου. Αλλά «το στόχο» θα τον πετύχεις.
Η ανθρωπιά με την οποία πλησιάζουν Λάβερτι και Λόουτς κάτι που στις επικεφαλίδες θεωρείται ακραίως λαϊκιστικό, είναι πάντα η μεγάλη τους επιτυχία. Τον ξέρεις τον Κρις, την ξέρεις την Αμπι ζουν στη διπλανή πόρτα. Και είναι υπέρ του 82χρονου σκηνοθέτη που πλημμυρίζει την ταινία με μικροστιγμές αγάπης και τρυφερότητας. Δεν πρόκειται για ένα τυπικά προβληματικό σπίτι. Κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα αυτό που θα μπορούσε να είναι το σπίτι μας. Κοιτάμε σε μεγάλη οθόνη τη δική μας μικρή υπάρξη. Τα δικά μας μικρά ή μεγάλα χρέη.
Δυστυχώς όμως, όλα αυτά, ο Λόουτς μάς τα έχει πει (και ξαναπεί). Κι ακόμα αν ηθικά ή πολιτικά είσαι πάντα ανοιχτός να τα ξανακούσεις (γιατί μπορεί να μην είσαι), κινηματογραφικά έχεις προσδοκίες για κάτι παραπάνω από μέτριο. Κι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει. Καμία αντίρρηση για το μικρό κινηματογραφικό δράμα, πάρα πολλές φορές αυτό έχει τη δύναμη να μεγαλώνει μέσα μας. Μεγάλη αντίρρηση για το μέτριο όμως. Ενα σενάριο για το οποίο ξέρεις από την αρχή τι θα συμβεί, μία ιστορία που δεν προσφέρει μία στιγμή πραγματικής κορύφωσης, αλλά την παρακολουθείς ως μία ακόμα πολιτική παραβολή που ο αγωνιστής θείος διηγείται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ενώ την ξέρεις και την έχεις ακούσει και καλύτερα. Από τον ίδιο.
Αυτό που αξίζει να τονίσουμε πάντως είναι ότι, ακόμα και στις ταινίες του που δεν ανάγονται ποτέ σε αριστουργήματα, ο Λόουτς πετυχαίνει, αβίαστα και νατουραλιστικά, υπέροχες ερμηνείες. Ηθοποιούς (μικρούς και μεγάλους) που γεμίζουν τις σκηνές τους με βλέμματα, κινήσεις, αμηχανίες, μικρές-μικρές λεπτομέρειες αλήθειας, μόχθου και συγκίνησης. Κι αυτό είναι πιο δυνατό από τον διδακτικό σεναριακό λόγο. Και κάτι που, sorry, δεν μπορείς να το χάσεις. Κι οφείλεται στον Λόουτς.