Ο Αρθουρ και η Μάριον είναι από αυτά τα υπερήλικα ζευγάρια που ζηλεύεις στο δρόμο. Την κοιτά στα μάτια, την περιποιείται, την προστατεύει. Είναι ερωτευμένος μαζί της ακόμα, είναι όλη του η ζωή. Μόνο που η ζωή δεν είναι ρομαντική κωμωδία. Εκείνη χτυπημένη από επιθετικό καρκίνο, έχει μείνει καταπονημένη στο αναπηρικό της καροτσάκι, όμως δεν χάνει στιγμή την αισιοδοξία και το χαμόγελό της. Εκείνος, κλειστός, αγροίκος, οργισμένος με την αρρώστια, τον αμείλικτο χρόνο, τη βεβαιότητα του θανάτου, ξεσπάει τα νεύρα του στον 40χρονο γιο του, που θεωρεί ότι δεν τους στέκεται αρκετά, και σε ό,τι άλλο πιστεύει ότι την κουράζει. Οπως αυτή η γελοία χορωδία της. Μια ομάδα από ΚΑΠΗ που μαζεύονται αρκετές φορές την εβδομάδα και με τη βοήθεια της Ελίζαμπεθ, της νεαρής γλυκιάς δασκάλας τους (Ποιο να είναι το δικό της συμφέρον; Τι δουλειά έχει νέα κοπέλα με τους γέρους;) διασκευάζουν ποπ τραγούδια κι ενώνουν τις φωνές τους σε μία ανεπίστρεπτα χαμένη αρμονία. Οταν η Μάριον σβήνει, ο Αρθουρ βρίσκει τον εαυτό του στον προθάλαμο των ΚΑΠΗ και σταδιακά πείθεται να πει το τραγούδι που χρωστάει στη γυναίκα του...
Ο Βρετανός Πολ Αντριου Γουίλιαμς, σκηνοθέτης και σεναριογράφος ταινιών τρόμου («Λονδίνο-Μπράιτον», «The Cottage», «Cherry Tree Lane» ) εδώ ξαφνιάζει με την επιλογή του να γυρίσει κάτι τόσο εκτός της συνηθισμένης του θεματικής - μία ταινία τρυφερή, συναισθηματική, χαριτωμένη. Μία δραμεντί που ακολουθεί την παράδοση των «Κουαρτέτο» και «Best Exotic Marigold Hotel» στην προσπάθειά της να γίνει το feel good χάπι των συνταξιούχων. Μία συνταγή γιατρού που παντρεύει την μελαγχολία των χρόνων που έφυγαν με χιουμοριστικά στιγμιότυπα: ας βάλουμε τα γεροντάκια να ερμηνεύουν χέβι μέταλ ή να ραπάρουν για το σεξ, για παράδειγμα.
Ομως ο Γουίλιαμς σώζεται γιατί έχει μεγάλη καρδιά (που αποκαλύπτεται σε μικρές μικρές λεπτομέρειες) και τεράστιους πρωταγωνιστές. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, ως Μάριον, κυρτώνει το κορμί της χτυπημένης από το χρόνο ηρωίδας της, της χαρίζει και τις δικές της ρυτίδες, τα προσωπικά της τρέμουλα, όμως ταυτόχρονα πλημμυρίζει τις σκηνές της με μικρές κινήσεις, αβίαστα χαμόγελα και την ακαταμάχητη πραότητα του πνεύματός της. Οταν η Μάριον χαϊδεύει το μέτωπο του αγριεμένου Αρθουρ, καταλαβαίνουμε γιατί εκείνος δεν ηρεμεί απλώς. Την ερωτεύεται από την αρχή. Οταν η Μάριον σβήνει, το κενό δεν είναι μόνο αφόρητο για εκείνον. Το νιώθουμε κι εμείς.
Ο πραγματικός ροκ σταρ όμως είναι ο Τέρενς Σταμπ. Σ' ένα ρόλο πιο δύσκολο, πιο σχηματικό, έναν ήρωα που κινδύνευε κάθε στιγμή να καταντήσει γραφικός, ο μυθικός ηθοποιός του βρετανικού σινεμά στάθηκε βράχος. Αγέρωχος, δωρικός, χωρίς περιττά. Ανήμπορος, πιο ανάπηρος από εκείνη, με ανείπωτα όλα τα τραγούδια της καρδιάς του.
Ακόμα και οι Τζέμα Αρτερτον και ο Κρίστοφερ Εκλστον, σε μικρότερους ρόλους, δίνουν αξιοπρόσεχτες, ισορροπημένες ερμηνείες. Νιώθουμε πώς αν το σενάριο δεν κατέφευγε συνειδητά στον εύκολο συναισθηματισμό, ο Γουίλιαμς θα είχε στα χέρια του μία old time classic επτυχία. Τώρα όμως, παρόλες τις όποιες αρετές, το τραγούδι του ακούγεται σαν μία γλυκανάλατη ραδιοφωνική μπαλάντα που θα σε κάνει να βουρκώσεις, μόνο γιατί σου θύμησε κάτι δικό σου κι όχι γιατί σε άγγιξε ατόφια και ειλικρινά.