Αύγουστος του 1939 - λίγες μόλις εβδομάδες πριν την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οταν ο προκάτοχός του εξαφανίζεται μυστηριωδώς και βρίσκεται δολοφονημένος, ο Τόμας Μίλερ, καθηγητής Αγγλικών αλλά στην ουσία κατάσκοπος του βρετανικού στρατού, προσλαμβάνεται από το Augusta Victoria βρετανικό κολλέγιο θηλέων για να τον αντικαταστήσει. Στο Augusta Victoria, που βρίσκεται στο Bexhill-on-Sea, φοιτούν έφηβες Γερμανίδες, κόρες υψηλόβαθμων στελεχών των Ναζί, για να τελειοποιήσουν τα αγγλικά τους, να διδαχθούν βρετανική λογοτεχνία και ποίηση και να πλησιάσουν το ιδανικό της γυναίκας του Τρίτου Ράιχ. Η αποστολή του Μίλερ είναι φαινομενικά απλή: αν δει ότι οι Γερμανοί ζητούν από τα κορίτσια να επιστρέψουν εσπευσμένα στο Βερολίνο, αυτό είναι σημάδι ότι ετοιμάζονται για εισβολή. Μόνο που τα πράγματα περιπλέκονται, όταν καταλαβαίνει ότι και οι Γερμανοί πράγματι οργανώνονται μυστικά, αλλά και οι Αγγλοι στήνουν ένα βρώμικο παιχνίδι εκβιασμού με θύματα τα κορίτσια. «Η σκακιέρα είναι στημένη και κάποιοι πρέπει να κάνουν τα πιόνια»...

Παράδοξο να συναντά κανείς την Εντι Ιζαρντ, διάσημο κωμικό, σε έναν τόσο κόντρα ρόλο από ό,τι μάς έχει συνηθίσει. Ομως αυτή η ταινία είναι δικό της πρότζεκτ. Καθώς κι η ίδια κατάγεται από το Bexhill-on-Sea, η αληθινή ιστορία του Augusta Victoria την γοήτευε από μικρή. Οταν πρωτομπήκε στο τοπικό μουσείο και είδε το οικόσημο της σχολής δίπλα σε μια σβάστικα. Συνέγραψε λοιπόν το σενάριο, έκανε την παραγωγή κι ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τόμας Μίλερ, φιλοδοξώντας να στήσει ένα κατασκοπικό δράμα εποχής με πυκνή ατμόσφαιρα και πολιτικό μήνυμα, πάνω σε μία αληθινή ιστορία που θέλει ένα σχολείο, στον κόρφο της Αγγλίας, να θρέφει ναζιστικές νεολαίες.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Αντι Γκόνταρντ («Downton Abbey»), ο οποίος μοιάζει να θέλει να κρατήσει τον τόνο σε μια βρετανική «posh» ψύχρα, ώστε να μην καταλαβαίνεις τους αθώους από τους ένοχους, ενώ ταυτόχρονα φλερτάρει με χιτσκοκικές θεματικές (του «λάθος κατηγορούμενου» - η εικόνα του ήρωα να τρέχει να ξεφύγει από την αστυνομία σε μια παραλία, θυμίζει έντονα τα «39 Σκαλοπάτια»), κλέβει από την εικονογραφία της Λένι Ρίφενσταλ (με τα κορίτσια να γυμνάζονται σε διάφορους σχηματισμούς) και επιχειρεί να εισάγει και μία αύρα Χάνεκε («Λευκή Κορδέλα») με τις μαθήτριες να μην καταλαβαίνεις αν είναι θύματα ή θύτες της επικείμενης βίας.

Μόνο που ούτε σεναριακά, ούτε σκηνοθετικά η ταινία καταφέρνει να πλησιάσει αυτούς τους μεγαλεπίβολους στόχους. Η ιστορία, οι ήρωες, το σασπένς, οι ανατροπές μοιάζουν γραμμένα επιφανειακά, άτσαλα και μπερδεμένα - κάτι ιδιαίτερα περίεργο, όταν υπάρχουν αληθινά γεγονότα να σε καθοδηγήσουν. Ομως, όχι, το σενάριο, ούτε στο πρώτο επίπεδο του κατασκοπικού θρίλερ σε συναρπάζει, ούτε χαρακτήρες χτίζει (από την Τζούντι Ντεντς μέχρι το cameo του Τζιμ Μπρόουντμπεντ - όλοι οι ηθοποιοί στιβαροί, όλοι ανεκμετάλλευτοι), ούτε το πολιτικό του μήνυμα είναι ξεκάθαρο.

Κι ο Γκόνταρντ, μοιάζει να διεκπεραιώνει απλώς κι όχι να χτίζει με ιδέες και όραμα την ατμόσφαιρα που η πρώτη σεκάνς της ταινίας υπόσχεται. Από το BBC, μέχρι τον Χίτσκοκ... it's a Long Way to Tipperary.