Με επτά μικρού μήκους ταινίες και μια πληθώρα βραβείων σε διάφορα, ισπανόφωνα και ιβηρικά κυρίως, φεστιβάλ, οι αδελφοί Σεζάρ Εστέμπαν Αλέντα και Χοσέ Εστέμπαν Αλέντα πραγματοποιούν με το «Ερωτας Χωρίς Τέλος» το παρθενικό τους ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία. Για το εγχείρημα αυτό βασίστηκαν μάλιστα στην αμέσως προηγούμενη δουλειά τους, το ημίωρο «Not The End», με το ίδιο ζευγάρι ηθοποιών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Τελικά, όμως, αποδεικνύεται πως τα δύο αδέρφια δεν ήταν έτοιμα ακόμα γι’ αυτό το μεγάλο βήμα.
Οι προθέσεις και οι φιλοδοξίες γίνονται σαφείς από την αρχή. Με υπόκρουση τους χτύπους ενός ρολογιού που υποδηλώνει (κάπως απλοϊκά) το ακατάπαυστο του χρόνου, ο Χαβιέ ταξιδεύει με μια δικής του επινόησης χρονομηχανή από το μέλλον στο παρόν για να ξαναζήσει και να αλλάξει την τελευταία μέρα του έρωτά του με τη Μαρία. Θα περιμένει μέχρι ο τωρινός εαυτός του να φύγει από το διαμέρισμα και τότε θα βρει την ευκαιρία να πάρει τη θέση του και να επισκεφτεί την κατατονική και μελαγχολική σύντροφό του με σκοπό να αναθερμάνει τον χαμένο έρωτά τους. Για να συμβεί, όμως, αυτό, πρέπει να πείσει τη διστακτική και απρόθυμη Μαρία να ξαναζήσουν και να θυμηθούν τη μαγεία της πρώτης ημέρας που συναντήθηκαν, δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν εκείνη ήταν το χαρούμενο και γεμάτο ζωή κορίτσι που ο Χαβιέ ερωτεύτηκε στη διάρκεια μιας εκδρομής στο παραλιακό Καντίζ. Υπάρχει, όμως, τρόπος να ζήσεις ξανά έναν μεγάλο έρωτα από την αρχή και κυρίως να αποφύγεις το προδιαγεγραμμένο του τέλος;
Οι αδελφοί Αλέντα σίγουρα δεν πρωτοτυπούν με το πάντρεμα του ρομάντζου με την επιστημονική φαντασία, καθώς τα δύο είδη έχουν συναντηθεί πολλές φορές στο παρελθόν κι ενίοτε με θαυμαστά αποτελέσματα, όπως το “Je t' aime, Je t' aime“ του Αλέν Ρενέ ή την «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» του Μισέλ Γκοντρί. Στη δική τους εκδοχή, το ταξίδι στο χρόνο γίνεται το σεναριακό εύρημα με το οποίο παρουσιάζουν σε παράλληλη αφήγηση την πρώτη μέρα της γνωριμίας του ζευγαριού σε αντιδιαστολή και αντίστιξη με την ημέρα της τραγικής κατάληξης της σχέσης τους, όπως αυτή από την αρχή υπονοείται, ως μια μάχη ενάντια στο μοιραίο.
Ενώ, όμως, η πορεία αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί με δημιουργικότητα, φρεσκάδα και φορμαλιστική τρέλα, ειδικά από δύο νέους και πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς, τα δύο αδέλφια επιμένουν τελικά στη στείρα και ανέμπνευστη αντιπαραβολή του ίδιου ταξιδιού σε δύο διαφορετικούς κινηματογραφικούς χρόνους, χωρίς καμία διάθεση πειραματισμού κι αναπαράγοντας κώδικες συμπεριφοράς και καταστάσεις που παραδίδονται σταδιακά και ανεπιστρεπτί στο κλισέ και στο γλυκερό μελόδραμα.
Το ταξίδι των δύο εραστών, κυριολεκτικό και μεταφορικό, στο παρόν και στο παρελθόν φέρνει στο νου αυτομάτως την “Before...“ τριλογία τoυ Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, η σύγκριση όμως σίγουρα δεν τιμά την ταινία των αδελφών Αλέντα, αφού οι διάλογοι δεν έχουν ποτέ το αντίστοιχο βάθος ή την ίδια σπιρτάδα, ακόμα κι όταν διανθίζονται με διακειμενικές αναφορές στον Τσέχοφ ή στον Σέξπιρ, ενώ οι ανατροπές, όπως η αποκάλυψη για το ποιός είναι ο ηλικιωμένος άνδρας που ακολουθεί αρχικά τον Χαβιέ κι εν συνεχεία το ζευγάρι, διακατέχονται από απλοϊκότητα κι αφήνουν (κάπως ειρωνικά) μια αίσθηση deja vu.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Χαβιέρ Λέι και Μαρία Λεόν (με διαφορετική εμφάνιση σε παρόν και παρελθόν, φυσικά, για να μην μπερδεύεται ο θεατής) καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες και διαθέτει την απαραίτητη χημεία για να προσδώσει ενδιαφέρον στην πολυκύμαντη σχέση των δύο εραστών μέσα στο χωροχρόνο, ωστόσο μένει ξεκρέμαστο από το σχηματικό σενάριο. Η δεύτερη έχει σαφώς πιο αβανταδόρικο ρόλο και κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις, αφού η ηρωίδα που ενσαρκώνει υφίσταται τις μεγαλύτερες ψυχολογικές και συναισθηματικές μεταπτώσεις, είναι όμως ο πρώτος που μεταδίδει τελικά το αίσθημα της τραγικότητας και της βωβής απελπισίας με μία πιο εσωτερική και υπόκωφη ερμηνεία.
Η ταινία βρίσκει τις λιγοστές εμπνευσμένες της στιγμές, όταν παίρνει τον εαυτό της λιγότερο στα σοβαρά κι επιδεικνύει μια πιο παιχνιδιάρικη διάθεση, όπως στο αναπάντεχο κλείσιμο του ματιού στην αρχή της καριέρας της …Πενέλοπε Κρουζ, γρήγορα, όμως, οι προσδοκίες εξανεμίζονται και η ιστορία του Χαβιέ και της Μαρία παραδίδεται στη λήθη. Για ένα «Ερωτα Χωρίς Τέλος» αυτή σίγουρα δεν είναι η καλύτερη κατάληξη.