Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη σάτιρα - όσο ακραία και πολιτικά ανορθόδοξη κι αν είναι αυτή - και την κριτική που συνήθως προέρχεται όχι από μια θεώρηση του κοινωνικού ιστού και των παθογενειών του, αλλά από την ίδια την παθογένεια, αναπόσπαστο κομμάτι και αυτή του προβλήματος που υποτίθεται ότι καυτηριάζει. H πρώτη ενοχλεί, αλλά είναι αστεία και στο τέλος κάπως λυτρωτική για τον θεατή, ταιριαστή με μια δική του θεώρηση γύρω από έναν λιγότερο ή περισσότερο πνευματώδη κοινωνικό σχολιασμό. Η δεύτερη ενοχλεί, αλλά επειδή κάνει τα πάντα για να σε ενοχλήσει περισσότερο από το να καυτηριάσει, επιλέγοντας μεθόδους που όχι μόνο δεν σε λυτρώνουν στο τέλος, αλλά είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε μια διαρκή αναπαραγωγή ενός διαρκώς δυσάρεστου και ανολοκλήρωτου συναισθήματος.
Στο «Σιχάθηκα τον Εαυτό Μου», η σάτιρα/κριτική του Νορβηγού σκηνοθέτη μοιάζει να γέρνει διαρκώς προς τη δεύτερη κατηγορία, πιστεύοντας πως βάζει τρικλοποδιές στα στεγανά του θεατή, ενώ στην πραγματικότητα επιτείνει την ίδια την κατάσταση που βάζει στο κέντρο της.
Η Σίγκνε είναι αόρατη. Αυτό είναι μάλλον το μεγαλύτερο πρόβλημά της, ειδικά όταν βλέπει πως όλοι ασχολούνται παντού με το αγόρι της, ημι-διάσημο εικαστικό στους κύκλους της μοντέρνας τέχνης, ενώ η ίδια περνά διαρκώς απαρατήρητη. Μια μέρα, στο καφέ όπου δουλεύει, θα γίνει μάρτυρας ενός ατυχήματος, όταν μια κοπέλα θα πέσει στην αγκαλιά της γεμάτη αίματα από το δάγκωμα ενός σκύλου. Η επέμβαση της Σίγκνε θα είναι σωτήρια για την κοπέλα, αλλά και για την ίδια καθώς στη διαδρομή από το σπίτι θα αντιληφθεί πως το ματωμένο (με το αίμα της κοπέλας) πουκάμισό της κάνει τον κόσμο να την προσέχει. Ετσι θα αναζητήσει στο internet κάτι που να την βολέψει ως δικαιολογία και θα υποδυθεί την άρρωστη, όταν βρει ένα χάπι από τη Ρωσία που δημιουργεί δερματικές ανωμαλίες. Ολοι θα αρχίσουν να ασχολούνται μαζί της, δίνοντας νόημα στη μέχρι τότε ανιαρή ζωή της.
Με αυτή την απλή ιδέα, ο Κρίστοφερ Μπρόγκλι θα μπορούσε να κάνει θαύματα, ειδικά όταν το σχόλιό του ακουμπάει τη γενιά των κοινωνικών δικτύων και της ψεύτικης αναγνωρισιμότητας που γίνεται τρόπαιο ανάμεσα στους νεότερους αλλά και (όχι και τόσο) guilty pleasure των μεγαλύτερων.
Ωστόσο ο Νορβηγός σκηνοθέτης επιλέγει μια απλοϊκή, θα έλεγε κανείς και «λαϊκίστικη» οδό για να αφηγηθεί την ιστορία του, επιλέγοντας ένα χιούμορ που δεν είναι ακριβώς αστείο και μια λογική σλάπστικ κωμωδίας που δεν είναι σλάπστικ, ευθυγραμμίζοντας την αφηγηματική του διαδρομή με μια διάχυτη αίσθηση μισανθρωπισμού - δηλαδή μιας αίσθησης ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ανόητοι, εγωιστές, αλαζόνες και κακοί ακόμη και όταν βρίσκονται μπροστά στο συναγερμό μιας (προσωπικής ή μη) τραγωδίας. Θέλοντας με οποιονδήποτε τρόπο να υπογραμμίσει ξανά και ξανά το κέντρο της σάτιράς του, επιμένει στο να είναι διδακτικός, μηδενιστής και (αδι)άκριτα επιθετικός στην ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, όταν θεωρητικά είναι αυτή που θέλει να προστατεύσει από τη μανία αυτής της καταδίωξης της ορατότητας.
Η κυνικότητα που τελικά θριαμβεύει, έρχεται πακεταρισμένη με σχολικά αστεία, σκηνές που θεωρητικά σοκάρουν (όπως το σεξ με προβολή σε μια κηδεία…), ενώ απλώς προσθέτουν σε αδιαφορία, μια ακόμη σε ένα group therapy που αναρωτιέσαι για τη δωρεάν αντιδραστική της διάθεση, όλα σε μια αιματοβαμμένη διαδρομή που θεωρητικά θα οδηγούσαν σε ένα «αγάπησε τον εαυτό σου» και μια λίστα προτεραιοτήτων για το τι είναι τελικά σημαντικό σε αυτή τη ζωή. Ο Μπρόγκλι, όμως, παρά τις διαρκώς εν δυνάμει συναρπαστικές του ιδέες (που υπάρχουν στην ταινία και σε στιγμές σε απορροφούν), λειτουργεί εδώ ως ένας εικαστικός που δεν έχει και πολλά να πει και έτσι προσθέτει επίπεδα φαινομενικής πρόκλησης προκειμένου να ενοχλήσει.
Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του φιλμ του που θα ήταν αυτή που σχετίζεται με τον τρόμο (του πραγματικού εαυτού), παραμένει στο φόντο, αφού σε πρώτο πλάνο τον απορροφά η διαρκής διάθεση για λέξεις που συνθέτουν τη θεώρηση της σάτιρας/κριτικής (ναρκισσισμός, νεποτισμός και άλλες σε -ισμός) και η ένταξή τους σε «προτάσεις» που ολοκληρώνουν νοήματα που βρίσκονται στην trendy γραμμή των ημερών (συμπεριληπτικότητα, diversity και άλλα), λίγο σαν την εύκολη σάτιρα του «Τριγώνου της Θλίψης», που μοιάζει ο καλά σκηνοθετημένος και πιο διάσημος μπαμπάς και αυτής της (σκανδιναβικής) ταινίας. Δεν θα τη σιχαθείς, αν αυτό είναι το εύκολο λογοπαίγνιο όπου η ίδια η ταινία σε αναγκάζει να υποπέσεις, αλλά σίγουρα θα βρεις ελάχιστα πράγματα για να την αγαπήσεις πραγματικά.