To «Νησί» ήταν η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Κιμ Κι-ντουκ και αυτή που ουσιαστικά του άνοιξε το δρόμο για μια φεστιβαλική - αλλά και εμπορική στα μέτρα του art house - διαδρομή που θα συνεχιζόταν με τις μεγάλες επιτυχίες του, όπως το «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και Ανοιξη» και τα βραβευμένα «3-Iron», «Samaritan Girl» και «Pieta».

Το «Νησί» ήταν και από τις πρώτες ταινίες από τη Νότιο Κορέα που δημιούργησαν αίσθηση παγκοσμίως, συστήνοντας ένα σινεμά που με τόλμη αλλά και διάθεση για πρόκληση ανακάτεψε ποίηση και λυρισμό με τη βία και εικόνες που βλέπεις μόνο με τα μάτια κλειστά προκειμένου να παραδώσει ένα αυθεντικό κοκτέιλ κινηματογραφικής απόλαυσης για λίγους και εκλεκτούς.

Γυρισμένο σε ένα θέρετρο για ψαράδες, το «Νησί» αφηγείται την ιστορία της κωφής Χι-τζιν, η οποία μεταφέρει τις αντροπαρέες που έρχονται για να διασκεδάσουν πίνοντας, παίζοντας χαρτιά, ψαρεύοντας και πληρώνοντας την Χι-τζιν για να τους μεταφέρει, να τους φέρνει δολώματα για τα καλάμια τους, κορίτσια για τις ορέξεις τους, ακόμη και την ίδια για λίγες στιγμές απόλαυσης. Ο καιρός περνά, με την Χι-τζιν να παραδίδεται από τη μία στην ανακουφιστική μοναξιά της και από την άλλη στη χυδαιότητα των «πολιτισμένων» επισκεπτών, μέχρι που την προσοχή της - και την καρδιά της; - θα τραβήξει ένας μυστηριώδης άντρας που κρύβει ένα μυστικό και προσπαθεί απεγνωσμένα να αφαιρέσει τη ζωή του.

Η σχέση μεταξύ των δύο θα ξεκινήσει ως ένα περίπου παραμύθι, με την Χι-τζιν να σώζει τον μυστηριώδη άντρα από την αυτοκτονία. Η έλξη τους θα είναι ακαριαία και για πρώτη φορά η λιμνοθάλασσα με τα αυτοσχέδια σπίτια θα αποκτήσει διαστάσεις ρομαντικές. Οχι όμως για πολύ. Τόσο η Χι-τζιν, όσο και ο άντρας με τους εφιάλτες που κρύβεται από την αστυνομία πρέπει να βρουν τους κώδικες που θα τους επιτρέψουν να νιώσουν ξανά άνθρωποι, ικανοί να αγαπήσουν, ικανοί να ζήσουν. Και αυτοί οι κώδικες κρύβονται στον πόνο, τη βία, τα αγκίστρια που πρωταγωνιστούν στην ταινία και που κρύβουν μια από τις πιο αποτρόπαιες σκηνές του σύγχρονου σινεμά - παραμένει αμφίβολο ποιος την έχει δει ολόκληρη χωρίς να κλείσει τα μάτια του.

Το σεξ και ο πόνος γίνονται ο (ομολογημένος) κώδικας του ζευγαριού, καθώς ο Κιμ Κι-ντουκ απλώνει ένα love story πάνω στη «θάλασσα» της απέραντης ανθρώπινης αγριότητας, ενδίδοντας σε σκηνές που θεωρητικά δεν υπάρχουν μόνο για να προκαλέσουν και να σοκάρουν αλλά για να ισορροπήσουν ως ένα σύνολο πάνω σε μια εμμονοληπτική γραμμή που μοιράζει το λυρισμό με τον αποτροπιασμό σε μια - και σε στιγμές ηθικοπλαστική ή χριστιανική - υπογράμμιση του απόλυτου διαχωρισμού του καλού από το κακό. Της ενοχής από τη συγχώρεση;

Το «Νησί» θυμίζει slasher και torture porn (+ μια σειρά από βασανιστήρια σε ζώα, που ο Κιμ Κι-ντουκ ομολόγησε τότε πως είναι όλα αληθινά) μαζί, προσομοιάζει και μια (πολιτική) αλληγορία πάνω σε μια ολόκληρη χώρα - με σαφείς αναφορές στη χρήση της γυναίκας ως αντικειμένου, θα μπορούσε να είναι τελικά και η (πιο) ακραία αν και τελικά μονοδιάστατη εκδοχή του τι χρειάζεται να δώσεις προκειμένου να πάρεις αγάπη.

Αποφασισμένος, ωστόσο, να μην φύγει κανείς από το σινεμά χωρίς να μην έχει στο μυαλό του το «Νησί», ο Κιμ Κι-ντουκ το υπερφορτώνει στο τελευταίο μέρος με ακόμη περισσότερα… αγκίστρια και εκκωφαντικές ορδές ρομαντισμού, προετοιμάζοντας νομοτελειακά για το σύνολο σχεδόν του αμφίσημου έργου του που ακολούθησε.