Η 43χρονη Μάγια είναι μια ιδιοκτήτρια καταστήματος λιανικής πώλησης που παλεύει με τα απωθημένα και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της. Μέχρι που αποκτά την ευκαιρία να αλλάξει τρόπο ζωής και να αποδείξει στους γιάπηδες της Μάντισον ότι το «σχολείο της ζωής» έχει την ίδια αξία με τα ακριβά κολέγια και πως ποτέ δεν είναι αργά για μια δεύτερη ευκαιρία.

Μην αφήνετε την περίληψη της ταινίας να σας ξεγελάσει. Το «Μια Δεύτερη Ευκαιρία» μπορεί να σηματοδοτεί την μεγάλη επιστροφή της Τζένιφερ Λόπεζ στο είδος που την ανέδειξε ως «σταρ» – αυτό της ρομαντικής κομεντί – αλλά η ταινία, μέχρι το τέλος, πάσχει από μια ανίατη κρίση ταυτότητας.

O Πίτερ Σίγκαλ, με προϊστορία τόσο στις κωμωδίες («Τρελές Σφαίρες 33 1/3») και στο είδος της ρομαντικής κομεντί («Κάθε Φορά, Πρώτη Φορά»), δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το τι ακριβώς ταινία γυρίζει. Την μια στιγμή πρόκειται για κωμωδία, αμέσως μετά το γυρίζει σε κάτι πιο ρομαντικό, για να το αφήσει λίγες σκηνές αργότερα και να παίξει με ένα ανούσιο μελόδραμα, ίσως προσπαθώντας να ικανοποιήσει ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Και όλα αυτά τα σκηνοθετεί με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια ένταση, και το ίδιο (μηδαμινό) ενθουσιασμό. Η «σχιζοφρένεια» αυτή δεν σταματά μέχρι το τέλος, μόνο που τότε η ταινία απλά σε έχει αφήσει παγερά αδιάφορο τόσο για την πλοκή της όσο και για την τύχη των ηρώων της.

Η μεγαλύτερη ευθύνη για όλο αυτό πέφτει στους δυο σεναριογράφους, τους Τζάστιν Ζάκαμ και Ελέιν Γκόλντσμιθ-Τόμας, οι οποίοι έγραψαν μια ταινία που η επιπολαιότητα της ιστορίας φτάνει στα επίπεδα της γραφικότητας και που γρήγορα «μπουκώνει» από αχρείαστες πλοκές οι οποίες δεν καταλήγουν πουθενά. Θέλοντας να μιλήσει για την κατάσταση των γυναικών σήμερα, στον εργασιακό τομέα, μια κατάσταση η οποία ελάχιστα έχει καλυτερεύσει τα τελευταία χρόνια, αλλά και περί της ιδεολογίας που υπάρχει ότι οι άνθρωποι με πτυχία είναι ανώτεροι από εκείνους που το μόνο που έχουν να δείξουν είναι τα χρόνια εμπειρίας του, το σενάριο σου κεντρίζει στην αρχή το ενδιαφέρον. Μέχρι τη στιγμή που, λίγο πριν τη μέση, ένα twist (το οποίο δεν θα σας κάνουμε spoiler) αλλάζει τα δεδομένα τόσο που δεν ξέρεις αν πρέπει να το πάρεις στα σοβαρά ή να απλά να γελάσεις με την υπερβολή του.

Αποκαλύπτωντας με αυτόν τον τρόπο, την πραγματική (διπλή) σημασία του τίτλου, η ταινία χάνει σε εκείνο το σημείο την όποια ροή είχε και δεν ανακάμπτει μέχρι και το φινάλε. Δεν την βοηθάει και το ρομάντζο της Τζένιφερ Λόπεζ με τον Μίλο Βεντιμίλια που δείχνει αχρείαστο, που ποτέ δεν ανθίζει σε κάτι πιο ερωτικό από ό,τι είναι και κυρίως μοιάζει σαν γράφτηκε για μια άλλη ταινία. Αυτό και μόνο σε ένα φιλμ που θέλει να αυτοαποκαλείται ρομαντική κομεντί το λες και αποτυχία.

Η Λόπεζ είναι (πάντα) μια σταρ που λάμπει και δίνει στην ταινία τη γοητεία που της λείπει, σίγουρα, όμως, το «Μια Δεύτερη Ευκαιρία» δεν είναι το «Εργαζόμενο Κορίτσι» των 2010s και σίγουρα δεν είναι η έξυπνη, λαμπερή γεμάτη ρομαντική κομεντί που θα σηματοδοτούσε την μεγάλη επιστροφή της Λόπεζ στην μεγάλη οθόνη. Tόσο η ίδια όσο και οι φανς της άξιζαν κάτι καλύτερο από αυτό.