«O Αύγουστος Στρίντμπεργκ είπε κάποτε: “Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από έναν σύγυζο και μια σύζυγο που μισούν ο ένας τον άλλον;” Τι να πεις; Η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού είναι πιθανόν χειρότερη. Αλλά πάλι, εγώ και η Καταρίνα είμαστε παιδιά. Στο βάθος, η Καταρίνα είναι ένα μικρό κορίτσι που κλαίει γιατί δεν υπάρχει κανείς να την παρηγορήσει όταν πέφτει. Και στην άλλη γωνία, εγώ είμαι ένα μικρό αγόρι που κλαίει γιατί η Καταρίνα δεν μπορεί να με αγαπήσει. Παρά το γεγονός ότι είμαι κακός και απαίσιος απέναντι της.»

Οσα λέγονται - όχι απαραίτητα από τους δύο πρωταγωνιστές του… δράματος, όπως η παραπάνω ατάκα που ανήκει στον Πίτερ του Γιάν Μάλμσε - στα 169 λεπτά της κινηματογραφικής σύντμησης του τηλεοπτικού «Σκηνές Από Ενα Γάμο» είναι όλα αλήθειες. Αλήθειες σκληρές, που ίσως εκστομίζονται μόνο όταν έχεις πιει πολύ και γενικά δεν έχεις πολλά να χάσεις. Αλήθειες που αναγνωρίζεις ως τέτοιες μόνο όταν γίνεις πρωταγωνιστής στο δικό σου δράμα χωρισμού, λες και κανένας άνθρωπος δεν έμαθε (και δεν θα μάθει) ποτέ τίποτα από αιώνες χωρισμών, στη ζωή και τη λογοτεχνία, το σινεμά και το θέατρο, στη διπλανή του πόρτα. Αλήθειες που τη στιγμή που νιώθεις ακόμη ένα κομμάτι από τα δύο ενός ζευγαριού, είναι αδύνατον να σε αγγίξουν, να σε συγκινήσουν, να σε τραντάξουν. Πιστεύεις κι εσύ όπως όλοι ότι δεν θα φτάσεις ποτέ σε αυτό το σημείο, πως είσαι άτρωτος και αιώνια προστατευμένος, κύριος των αποφάσεων, των πράξεων, των λαθών σου.

Και ναι, η κακοποίηση ενός παιδιού όπως και μια μαζική δολοφονία, ολοκαυτώματα ολόκληρα και απώλειες σφραγισμένες από κοσμική αδικία είναι πράγματα πολύ πιο σοβαρά από ένα παντρεμένο ζευγάρι που μισεί ο ένας τον άλλον, αλλά μην ας μην υποτιμάμε την αγριότητα που μεγεθύνεται σε επίπεδα κάθε φορά νέου εν είδει Παγκοσμίου Πόλεμου, καθώς σε συνθήκες «χωρισμού» δύο άνθρωποι ξεσκίζουν κάθε ίχνος αγάπης, ανθρωπιάς, σωθικών και τελικά κυριολεκτικής σάρκας για να αποκαλύψουν την απόλυτη κτηνωδία της ανθρώπινης συνύπαρξης.

Το «Σκηνές Από Ενα Γάμο» είναι μια - ίσως τελικά η πιο - θαρραλέα στιγμή στη φιλμογραφία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το σπάνιο αυτό σημείο όπου η τέχνη, η ζωή, ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος, η καλλιτεχνική φιλοδοξία και το δημιουργικό αποτέλεσμα χάνουν τις διαχωριστικές τους γραμμές και γίνονται ένα σύνολο που διαχέεται μέσα στα χρόνια, τις δεκατίες, προς πάσα χρήση, συμμόρφωση και αναθεώρηση των πάντων. Η ιστορία της ταινίας είναι πιο απλή και από την περιγραφή της: ένα ζευγάρι οδεύει προς το τέλος του γάμου του. Οσο πιο κοντά φτάνει σε αυτήν την τελική αυλαία ανακαλύπτει πως για χρόνια υπήρξε εγκλωβισμένο σε μια σύμβαση, πνίγοντας την αγάπη που τώρα μπορεί επιτέλους να πλημμυρίσει τα πάντα και να αναδυθεί ως το μόνο, σπουδαίο συστατικό της ένωσης τους. Πριν φτάσουν εκεί, και μέσα σε ένα διάστημα είκοσι χρόνων, θα ζήσουν «σκηνές» από ένα γάμο, «σκηνές» από τη διάβρωση μιας συνθήκης που λες σαν να υπήρξε πάντα τόσο «ιερή» και άρα προδιαγεγραμμένα έτοιμη να βεβηλωθεί από την ρουτίνα της καθημερινότητας, το πέρασμα του χρόνου, την ανία, τη συνήθεια, το πεπερασμένο της αγάπης…

Οι «Σκηνές από ένα Γάμο» ξεκίνησαν ως τηλεοπτική σειρά. Οπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Μπέργκμαν η θεματική της σειράς θα ήταν μια άτυπη συνέχεια δύο τραγικό-κωμωδιών του , του «The Touch» και του «The Lie» και πως η σειρά θα είχε σαν θέμα «την απόλυτη αλήθεια ότι η αστική ιδέα της ασφάλειας διαβρώνει τις συναισθηματικές ζώες των ανθρώπων, τις μειώνει, τις τρομάζει». Το Μάιο του 1972 το σενάριο είχει ολοκληρωθεί, χωρίζοντας την ιστορία σε έξι μέρη, τα ίδια που τελικά αποτελούν και την κινηματογραφική σύντμηση των «Σκηνών από Ενα Γάμο» που στα 169 λεπτά του δεν χάνει τίποτα από την ανάπτυξη και την έκταση που του επιτρέπει να αναδιπλωθεί ως μια δοκιμή πάνω στην έννοια της συζυγικής ζωής. Η μεγάλη επιτυχία της σειράς - τα εκατομμύρια των θεατών στην Σουηδία - απαίτησαν τη διεθνή διανομή της σειράς που έγινε ταινία ένα χρόνο μετά, μεταφέροντας παντού αυτό που θα γινόταν ένα παγκόσμιο σχόλιο πάνω στην έννοια του χωρισμού, πειραματικό στη βάση του αφού αποτελείται ουσιαστικά από μεγάλα διαλογικά επεισόδια και σε πολύ λιγότερο βαθμό «εικονοκλαστικό» όπως το σύνολο του έργου του Μπέργκμαν, επιδραστικό ακόμη και σήμερα όσο και τότε.

Το ιδανικό - τόσο ώστε να γίνει θέμα σε περιοδικό - ζευγάρι των Γιόχαν και Μαριάν, γονείς δύο μικρών κοριτσιών και σεβαστοί επαγγελματίες, θα έρθει αντιμέτωπο με το τέλος της βεβαιότητας όταν «οι μικρές εκρήξεις ειλικρίνειας μεταξύ τους» θα αποκαλύψουν πως ότι νόμιζαν για άτρωτο, βρίσκεται στη δική του τροχιά προς το φινάλε. Ο Γιόχαν θα παραδεχτεί ότι διατηρεί μια εξωζυγική σχέση και η Μαριάν, πεπεισμένη για χρόνια πως (ακόμη κι όταν δεν ήταν) όλα είναι καλά θα πρέπει για πρώτη φορά να απευθύνει στον εαυτό της τις ερωτήσεις που κάνει στις πελάτισσες της ως δικηγόρος ειδικευμένη στα διαζύγια.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα ζευγάρι να νιώθει ξένο μετά από 20 χρόνια κοινής ζωής; Αρα, η αγάπη ανάμεσα στους δύο δεν υπήρξε ποτέ; Πώς μπορεί κάποιος που αγάπησες κάποτε τόσο πολύ να μοιάζει σήμερα με τον χειρότερο εχθρό σου; Οι απαντήσεις θα έρθουν σταδιακά μέσα από τις βινιέτες μέσα στις οποίες ο Μπέργκμαν θα κλείσει την καθημερινότητα αυτής της ελεύθερης πτώσης. Και θα είναι σκληρές όσο χρειάζεται για να οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων που τελικά ορίζουν τη συμβίωση. Σκληρές και όμως καθημερινές, ρεαλιστικές κι όμως «θεατρικές», γυμνές από φτιασίδια - φωτογραφημένες με την διαύγεια της καθημερινότητας από τον Σβεν Νίκβιστ - κι όμως απόλυτα «σκηνοθετημένες».

Ας μην γελιόμαστε. Κάθε σχέση, από την πιο μικρή, σύντομη κι επιπόλαια μέχρι αυτή που ορίζει ολόκληρες ζωές και στιγματίζει το πριν και το μετά της ύπαρξης σου, είναι μια «ταινία», ένα σκηνοθετημένο θέατρο που ακολουθεί τους κανόνες μιας δραματουργίας που μπαινοβγαίνει από τον ρεαλισμό μέχρι να δει τα όρια της αντοχής του να σπάνε μπροστά στην ψευδαίσθηση του «παραμυθιού». Ο Μπέργκμαν σκηνοθετεί τις βινιέτες αυτής της ταινίας χωρίς να προφασίζεται ότι κάνει ένα ντοκιμαντέρ (ή ακόμη περισσότερο ένα δοκίμιο πάνω στη συζυγική ζωή), αλλά με την μυθοπλαστική υπερβολή που αρμόζει σε μια τόσο σπαρακτική συνειδητοποίηση, αυτή του «μαζί σου και χωρίς εσένα», της τελικής παραδοχής πως η αγάπη βρίσκεται πάνω από τις συμβάσεις και πως αν υπάρχει κάτι να σωθεί σε αυτόν τον κόσμο ίσως είναι η ενέργεια ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποια στιγμή ένιωσαν ένα.

Εγκλωβισμένοι μέσα σε σκηνικά - όλη η ταινία αποτελείται κατά βάση από εσωτερικά πλάνα που γυρίστηκαν κυρίως στο νησί Φάρο- μέρος και οι ίδιοι μιας σκηνογραφίας που τους θέλει σε τηλεοπτικό (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την τέχνη της ηδονοβλεψίας) κάδρο να ανιχνεύουν τις δυνατότητες μιας κινηματογραφικής ανεξαρτησίας, οι δύο πρωταγωνιστές του «Σκηνές από ένα Γάμο» επιβεβαιώνουν και ακυρώνουν μαζί κάθε γνωστή έννοια ερμηνείας. Ο Ερλαντ Γιόζεφσον, ακαταμάχητα έφηβος μοιάζει να ακολουθεί την κλισέ διαδρομή του άνδρα που απατά και νιώθει ενοχή και η Λιβ Ούλμαν, παιδί κι αυτή προσπαθεί καταλάβει την αφετηρία και το τέλος αυτού που τους συμβαίνει («Δεν ξέρω τι να πω», απαντά όταν μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι ερωτευμένος με μια άλλη). Απόλυτα καθημερινοί, αλλά τελικά και σύμβολα του δίπολου «γυναίκα - άνδρας», την ίδια στιγμή και δύο ήρωες που μπορούν να «θεωρητικοποιήσουν» αυτό που τους συμβαίνει (χωρίς αυτό να αλλάζει το συναισθηματικό άδειασμα τους), οι δύο ηθοποιοί ξέρουν ότι δεν χρειάζεται να κάνουν πολλά για να πείσουν το θεατή να ταυτιστεί μαζί τους κι έτσι μεγαλουργούν με βλέμματα, ανεπαίσθητες κινήσεις, μικρές εκρήξεις και λέξεις που προφέρονται με την τελεία άρθρωση της αμηχανίας υποδυόμενοι τους παντρεμένους ακόμη κι όταν έχουν χωρίσει.

«Χρειάστηκαν δυόμισι μήνες για να γράψω αυτές τις “σκηνές”. Μου πήρε μια ολόκληρη ενήλικη ζωή για να τις ζήσω», έλεγε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν που εδώ περισσότερο και από τις πιο υβριδικές του στιγμές, πειραματίζεται με το φιλμικό χρόνο, τον νατουραλισμό, την βιωματική καταγραφή (η πολύκροτη σχέση του με την Λιβ Ούλμαν είχε μόλις τελειώσει, επίλογος σε μια ζωή συζυγικών σχέσεων που έμοιαζαν με μικρότερες ή μεγαλύτερες «καταστροφές», ενώ είχε ήδη ξαναπαντρευτεί για πέμπτη και τελευταία φορά) και κυρίως δοκιμάζει και δοκιμάζεται πάνω σε κάτι μεγαλύτερο κι από την ίδια την γνωστή σε όλους έννοια της συνύπαρξης, αναζητώντας πρωτίστως την ουσία του δεσμού που κρατάει δύο ανθρώπους ενωμένους ακόμη και όσα όλα νόμιζαν ότι ήταν η κοινή ζωή τους, δεν ήταν παρά «σκηνές από ένα γάμο».