To «Σαλό» είναι μια ταινία που δεν μπορείς να δεις.

Αν αυτό και μόνο δεν την κάνει αυτοστιγμεί την πιο μεταμοντέρνα ταινία που γυρίστηκε ποτέ - ως πεμπτουσία της ακύρωσης της ίδιας της ουσίας του κινηματογράφου ως πρωτίστως οπτικοακουστική τέχνη - είναι γιατί πριν από αυτό, είναι ίσως η πιο απεγνωσμένα πολιτική ταινία που γυρίστηκε ποτέ, ένα κινηματογραφικό μανιφέστο που διαπερνά γνώριμες έννοιες όπως αυτές του «μοντέρνου» ή του «μέτα» για να γίνει σχεδόν ένα νέο είδος από μόνη της.

Πρώτη (και τελευταία τελικά) ταινία της «τριλογίας του θανάτου», το «Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα» ήταν το σχόλιο του Πιερ Πάολο Παζολίνι για το 1975, για την άνοδο του νεοφασισμού, για την ισοπεδωτική αναλγησία του καπιταλισμού, για το ξεπούλημα της σεξουαλικής επανάστασης, για ένα κόσμο που ο ίδιος έβλεπε να οδεύει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Η λέξη «σχόλιο» είναι φυσικά ευφημισμός στην περίπτωση αυτής της ταινίας, που ήρθε σαν μακρινή φυσική (!) συνέχεια του «Θεωρήματος» και του «Χοιροστασίου», αφού τα επίπεδα της αποστροφής και αηδίας που προκαλεί και στον πιο υποψιασμένο (ακόμη και σημερινό) θεατή παραμένουν από τα υψηλότερα που γνώρισε ποτέ το παγκόσμιο σινεμά.

Εξόφθαλμα συμβολικό, τόσο που ακόμη και η στρατευμένη του φύση αισθάνεται σε κάθε καρέ της το ρίγος της αυτοαναίρεσής της, το «Σαλό» βασίζεται στο ημιτελές «120 Μέρες στα Σόδομα» του Μαρκησίου ντε Σαντ σε μια (όχι και τόσο) βέβηλη μείξη με την «Κόλαση» του Δάντη, αλλά και σε μια βιβλιογραφία που αλαζονικά βρίσκεται ανάμεσα στους τίτλους αρχής και απαριθμεί από τον Ρολάν Μπαρτ μέχρι την Σιμόν ντε Μποβουάρ. Ο Παζολίνι δεν ντρέπεται. Οχι μόνο να δηλώσει ότι αυτή η ταινία θέλει «λυσάρι» για να γίνει κατανοητή, αλλά και να διαχωρίσει τη θέση του: όποιος δεν συμμερίζεται την (απόλυτα μηδενιστική) γνώμη του για τον κόσμο του σήμερα, βρίσκεται στο στρατόπεδο της εξουσίας, είναι φασίστας, εχθρός, τέρας, η αιτία για όλα τα δεινά αυτού του κόσμου.

Σε μια βίλα στο Σαλό, το γερμανοκρατούμενο τμήμα της Ιταλίας στο οποίο οι Ναζί διατήρησαν τον Μουσολίνι στην εξουσία τα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τέσσερις φασίστες μεσήλικοι μεσήλικοι άνδρες, ο Πρόεδρος, ο Δούκας, ο Δικαστής και ο Επίσκοπος απαγάγουν 9 αγόρια και 9 κορίτσια και τα υποβάλλουν σε μια σειρά από βασανιστήρια σε τέσσερις (κυριολεκτικούς) κύκλους εμπνευσμένους από τον Δάντη: Προ Κόλαση, ο Κύκλος των Μανιών, ο Κύκλος των Σκατών, ο Κύκλος του Αίματος. Ο,τι ακολουθεί είναι μια (σαν) θεατρική παράσταση που ξεπερνά τα όρια του τι θεωρούμε ότι μπορεί/πρέπει/μπορεί/καταφέρνει (ας τελειώνουμε κάποτε με όλα αυτά μοιάζει να λέει ο Παζολίνι) να δείξει ο κινηματογράφος - όχι μόνο εν έτει 1975 αλλά ενδεχομένως ακόμη και σήμερα.

Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο - εκεί όπου η στρατευμένη τέχνη είναι πριν από στρατευμένη πραγματική τέχνη - που το «Σαλό» καταφέρνει να ακυρώσει την ολιστικά μονοδιάστατή του φιλοσοφία για τον κόσμο, ακόμη και την αμφιλεγόμενή του ιδεολογία γύρω από την ομοφυλοφιλία, το σεξ, ή τελικά την αποθέωση της «πρόκλησης για την πρόκληση» που γίνεται τόσο αποκρουστική που ίσως τελικά να μην έχει και σημασία. Ο Παζολίνι φωνάζει, ουρλιάζει, τραβάει κόκκινες γραμμές στα πάντα, ακυρώνει «ευγένειες» και λοιπά φιλολογικά «θεωρήματα», μετατρέπει την οθόνη σε ένα θέατρο ωμοτήτων και, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, παραδίδει… ομορφιά.

Το «Σαλό» είναι ένα καθαρόαιμο έργο τέχνης, φτιαγμένο από εικόνες που δεν μπορείς να δεις.

Ο Παζολίνι σκηνοθετεί θεατρικά, αποστασιοποιημένα, αστεία, με μια βαθιά επίγνωση του «θεάματος» που προσφέρει. Ακριβώς δηλαδή ό,τι έκανε στην «τριλογία της ζωής» - το «Δεκαήμερο», τα «Παραμύθια του Καντέρμπουρι» και το «Χίλιες και Μια Νύχτες», δίνοντας εδώ την αίσθηση πως παρά τον έντονο συμβολισμό όλων όσων δείχνει, υπάρχει ακόμη περιθώριο για αγνό σινεμά που πέρα από βιβλιογραφίες και μανιφέστα, συνεχίζει να μιλάει πιο δυνατά από οποιοδήποτε κείμενο και οποιαδήποτε κοινωνική (ακτιβιστική) κραυγή για το σημείο μηδέν όπου η φρίκη και το δέος, η βία και η μυθοποίησή της, το βίτσιο και η ερωτική επιθυμία συναντούν την απαρχή της ανθρώπινης φύσης.

Η απόλυτη ταύτιση της φύσης του «Σαλό» με το ίδιο του το θέμα - ο φασισμός που δεν θες να ζήσεις (βλ. η ταινία που δεν θες να δεις) - είναι τέτοια που υπερβαίνει όλη τη σημειολογία που το βαραίνει όλα αυτά τα χρόνια και που μπορεί πλέον, με καθαρότητα σκέψης, να του αποδώσει τις τιμές ενός one of a kind έργου που γεννήθηκε μέσα από οργή για να εκφράζει διαχρονικά την «οργή».

Πώς αλλιώς να ερμηνεύσεις όλα όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου και που πέρα από το γεγονός μιας κοσμογονικής εμπειρίας δεν βρίσκουν καμία άλλη γνωστή επαφή στα δεδομένα μιας σύγχρονης εποχής; Πώς αλλιώς να κατανοήσεις ότι ο Παζολίνι εικονογραφεί (ποτέ ηδονοβλεπτικά, αλλά όχι και λιγότερο ηδονικά) μια σειρά από βασανιστήρια που την ίδια στιγμή που σε κάνουν να αναζητάς τη σωστή θέση των σωθικών σου, διαθέτουν και μια μάλλον ερεθιστική πλευρά και σε στέλνουν μέχρι την ανομολόγητη κοιλάδα των πόθων; Πώς αλλιώς να δεις το «Σαλό» όχι μόνο σήμερα αλλά και 100 χρόνια μετά, χωρίς να δοκιμάσεις και δοκιμαστείς πάνω στην πολιτική ορθότητα που μοιάζει να τελειώνει στο γεγονός ότι πολλά από τα παιδιά που πρωταγωνιστούν είναι ανήλικα (και αν όχι, προσπαθούν πολύ για να μοιάζουν ανήλικα); Και πώς τελικά να υιοθετήσεις την προβοκατόρικη (τι άλλο;) φιλοσοφική λίθο που γράφει με τα πιο αποτρόπαια χρώματα το σύνθημα της «καμίας ελπίδας», του «κανενός μέλλοντος», του απόλυτου τίποτα;

Δεν είναι μόνο προσωπική (μας) άποψη, αλλά θα τολμούσαμε να πούμε ότι θα έπρεπε να αποτελεί αρχή όλων: δεν υπάρχει μεγαλύτερος φασισμός από το να υποστηρίξει κανείς ότι υπάρχουν ταινίες που «πρέπει» να δεις. Τα έργα τέχνης βρίσκονται εκεί έξω ελεύθερα και ακόμη κι αν δεν τα βλέπει κανείς, αυτά λειτουργούν με πολλαπλούς τρόπους, ανάμεσα σε άλλους ανανεωτικά, ακτιβιστικά, θεραπευτικά. Αν έπρεπε να διαλέξουμε μία ταινία που θα ανήκε καταχρηστικά στην κατηγορία του «πρέπει να δεις», αυτή θα ήταν το «Σαλό».

Το γεγονός ότι δεν μπορείς να τη δεις, ενώ πρέπει, είναι αυτό που - μαζί με τη βίαιη, ανεξιχνίαστη ακόμη και σήμερα δολοφονία του δημιουργού της, μια βδομάδα πριν την επίσημη πρεμιέρα της - την κάνει μια μοναδική, σπουδαία, διαρκώς θέμα συζήτησης, αμφισβήτησης, μοντέρνα και μεταμοντέρνα και ακόμη πολλά περισσότερα μαζί ταινία.