Το 1939, ο Ρούζβελτ και η σύζυγός του Ελενορ φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Hyde Park, κοντά στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ. Οι διεθνείς σχέσεις όμως περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να μείνει αξέχαστο στο βασιλικό ζεύγος.
Ο Ρότζερ Μίτσελ δεν είναι ένας τυχαίος σκηνοθέτης. Ακομη και όσοι μισούν το «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» και είναι σίγουρο πως δεν έχουν δει το «Τhe Mother», την καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του, δεν μπορούν παρά να παραδεχτούν πως ο Μίτσελ ξέρει να κινηματογραφεί ηθοποιούς, να χτίζει ρομαντικές δραματικές σκηνές χωρίς στόμφο, να επιπλέει στον αφρό της κομεντί χωρίς να βυθίζεται σε αφέλειες - ή τουλάχιστον σε τέτοιες αφέλειες που να αφαιρούν από τις ιστορίες του την όποια κινηματογραφική τους ευφράδεια.
Στο σχετικά αυτό άγνωστο κομμάτι ζωής του Φρανκλίνου Ρούζβελτ, ο Μίτσελ είχε την ευκαιρία να αποδείξει πως μπορεί να φέρει στα ανθρώπινα μέτρα μια μυθική φυσιογνωμία και να αναδείξει μέσα από τη σχέση του με τη σύζυγό του και την ξαδέρφη – ερωμένη του, αλλά και με την παρέμβασή του στο άβατο του βρετανικού θρόνου την ανθρώπινη πτυχή ενός ακόμη Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, του ίσως λιγότερο κινηματογραφημένου και όμως όχι λιγότερο ενδιαφέροντος.
Και είχε όλα τα σωστά υλικά: ένα ρόλο πρόκληση για τον υποτιμημένο μέσα στα χρόνια Μπιλ Μάρεϊ, μια Λόρα Λίνεϊ που δεν χρειάζεται πολλά για να κάνει μια ταινία προσωπική της υπόθεση, ισχυρές δόσεις βρετανικού φλέγματος και ένα εξαιρετικό «αγγλικό» σκηνικό μέσα στα τετραγωνικά μέτρα της εξοχής του Hyde Park κοντά στον ποταμό Χαντσον έξω από τη Νέα Υόρκη, εκεί όπου βρισκόταν η εξοχική κατοικία του Ρούζβελτ και εκεί που διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου το φιλμ.
Αν όμως η απόσταση ανάμεσα στις προθέσεις ενός δημιουργού και το τελικό αποτέλεσμα οφείλει να είναι... ασφαλείας, στην περίπτωση του «Σαββατοκύριακου στο Hyde Park» μπορεί κανείς να μιλήσει ευθαρσώς για ένα απροσπέλαστο χάσμα που όσο περνάει η ώρα μεταμορφώνεται στο απόλυτο κενό.
Από την αρχή ήδη της ταινίας όλα, μα όλα μοιάζουν λάθος. Ισως όχι ακόμη η Λόρα Λίνεϊ που ξεκινάει το μίτο της ιστορίας για να ξεχαστεί λίγο αργότερα από τον Μίτσελ και να επανέλθει λίγο πριν το φινάλε, έχοντας χάσει πια το ενδιαφέρον του θεατή τόσο για την προσωπική της ιστορία όσο και για τη βασανισμένη σχέση της με τον Φρανκλίνο Ρούζβελτ.
Από την πρώτη σκηνή της συνάντησης του Ρούζβελτ με την ξαδέρφη του που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν τελειώνει ποτέ – ενώ δεν έχει πλέον να πει τίποτε άλλο, αντιλαμβάνεσαι πως το πραγματικό μεγάλο και ανυπέρβλητο πρόβλημα της ταινίας του Μίτσελ είναι πως δεν ξέρει ακριβώς τι ιστορία θέλει να πει και για ποιο λόγο τη λέει...
Ούτε δράμα, ούτε κωμωδία, ούτε κομεντί, ούτε ρομαντική κομεντί, το «Σαββατοκύριακο στο Hyde Park» μοιάζει συνεχώς με μια λάθος ταινία που μέσα της μπορείς να βρεις και στιγμές και ερμηνείες, αλλά όχι αρκετές για να σώσουν έναν αμήχανο σκηνοθέτη μπροστά σε κάτι που είναι όλοφάνερο πως έχει παρά πολλή όρεξη να το κάνει σωστά.
Το φιλμ του Μίτσελ δεν λειτουργεί ούτε σαν την ανάγνωση μιας άγνωστης σελίδας στη ζωή του Ρούζβελτ, ούτε σαν ερωτική ιστορία, ούτε σαν ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στη σύγκρουση δύο πολιτισμών, ούτε σαν μια ταινία για την αβάσταχτη βαρύτητα της ελαφρότητας, πράγμα που αντιλαμβάνεσαι πως ίσως αγγίζει στο χιλιοστό αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει ο Μίτσελ κρατώντας μικρές στιγμές στις ζωές μεγάλων ανθρώπων μονίμως στη σφαίρα του ανεκδοτολογικού.
Με ένα σενάριο που υποκύπτει το ίδιο στην ανία όσων περιγράφει, ο Μίτσελ δεν κάνει παρά ασθενικές προσπάθειες για να το ζωντανέψει, η Ελενορ Ρούζβελτ της Ολίβια Γουίλιαμς είναι σχηματική, η Λόρα Λίνεϊ σχεδόν ανύπαρκτη στο δεύτερο μισό της ταινίας, το βασιλικό ζεύγος (το υποδύονται με πραγματικό φλέγμα ο Σάμιουελ Γουέστ και η Ολίβια Κόλμαν) είναι το μόνο που ενδιαφέρεσαι να βλέπεις και να που αργά η γρήγορα θα φτάναμε και εκεί που ποτέ δεν φανταζόμασταν...
Με κρατημένη ανάσα και πόνο ψυχής το ξεστομίζουμε, αλλά είναι δύσκολο να μην παραδεχτείς πως ο Μπιλ Μάρεϊ μοιράζεται σχεδόν την ίδια ευθύνη με τον Μίτσελ στο πώς αυτή η ταινία καταρρέει σε κάθε της σκηνή προς ένα απέραντο τίποτα.
Οχι ο Μάρεϊ δεν είναι κακός. Χωρίς καθοδήγηση από τον σκηνοθέτη του και χωρίς ένα σενάριο που να τον βοηθάει, ο Μάρεϊ μοιάζει να έρχεται από κάποια άλλη ταινία, αστείος, μελαγχολικός και κλασικός. Οπως ο Μπιλ Μάρεϊ.
Οχι όμως όπως ο Ρούζβελτ. Οχι όμως όπως θα απογείωνε ένας μεγάλος ηθοποιός τη φιγούρα ενός άντρα που καθισμένος στην αναπηρική του καρέκλα το μόνο που ονειρεύεται είναι να τρέχει. Οχι όμως όπως ένας ήρωας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται εκτός από έναν παγκόσμιο πόλεμο και ένα θέατρο του παραλόγου, την ίδια στιγμή που ο ίδιος είναι ο φαινομενικά πιο παράλογος από όλους και γι’ αυτό ο πιο λογικός.
Λίγη μόνο ώρα μετά τους τίτλους αρχής, έχεις πάψει πια να ενδιαφέρεσαι για το τι άνθρωπος ήταν ο Φρανκλίνος Ρούζβελτ, για όσα αποκαλυπτικά συμβαίνουν στο Hyde Park της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, για μια από τις πιο συναρπαστικές στιγμές στην ιστορία της Αμερικής, για μια καταραμένη ερωτική ιστορία, αφού σε αυτό το «Σαββατοκύριακο» δεν θα βρεις τίποτα απο τα παραπάνω.
Ισως μόνο την υπόσχεση για μια συναρπαστική ταινία που απλά δεν γυρίστηκε ποτέ.