Βυθισμένη μέσα στη μελαγχολία μιας μονόχρωμης, μονότονης και μονομανούς Αμερικής, η ιστορία της δεκαοχτάχρονης Χας μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από μια ταινία του Τέρενς Μάλικ με τον τρόπο που θα τη σκηνοθετούσε ο Ντέιβιντ Λιντς ή ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αν όλοι μαζί προσπαθούσαν να συλλάβουν κάτι από την άχρονη βαρύτητα ενός τόπου που μοιάζει διαρκώς με έναν εφιάλτη που προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε ένα όνειρο.

Σαν ο κρίκος μιας αλυσίδας αμέτρητων ιστοριών/μύθων που γεννιούνται και πεθαίνουν στην αμερικανική ενδοχώρα, αυτή είναι - παρά τα φαινόμενα - η ιστορία ενηλικίωσης της Χας που όχι τυχαία το όνομα της σημαίνει κάτι σαν «κουνέλι» ή «δρομέας» στα γερμανικά, λέξεις και ιδιότητες που είναι σαν να την ορίζουν περισσότερο κι από την κλειστοφοβική παιδική και εφηβική ηλικία που έζησε μέχρι σήμερα.

Μεγαλώνοντας σε μια κλειστή κοινότητα στο Μιζούρι, η Χας ζει μαζί και φροντίζει τον πατέρα της Αλβιν, ο οποίος ζει αυτοεξόριστος, όχι πολύ καλά στα μυαλά του αλλά με μια επιχειρηματική επιμονή που μετά το θάνατο του θα αφήσει τη Χας χρεωμένη και με μια υπόσχεση που δεν ζήτησε ποτέ: να θάψει τον πατέρα της στο Ιλινόις, δίπλα στον τάφο της μητέρας της. Εκεί θα βρεθεί εξόριστη και η ίδια σε έναν τόπο που δεν διαφέρει πολύ από τον δικό της, αναμένοντας να στεγνώσει το χώμα για να μπορέσει να γίνει η κηδεία, περαστική από ένα ξενοδοχείο που μοιάζει να έχει βγει από γοτθική ταινία τρόμου. Εκεί θα γνωρίσει και τον Γουίλ, ένα αγόρι που φέρει το δικό του τραύμα και τη δική του απώλεια και μαζί θα πορευτούν προς την… ελευθερία.

Επιλέγοντας την οδό της λιτότητας που στρέφει το βλέμμα μόνο στα απαραίτητα, η Μαριάν Ματίας αφηγείται τη διαδρομή ενηλικίωσης αυτή της Χας με όρους ποιητικούς, χωρίς δράση, πολλά λόγια ή πληροφορίες (για το πότε, που και γιατί των πραγμάτων) αλλά με εικόνες (φωτογραφημένες από τον Τζόμο Φρέι με «τυχαίες» σύμφωνα με την Ματίας αναφορές στον διάσημο πίνακα του Αντριου Γουέιεθ «Ο Κόσμος της Χριστίνας») που συνθέτουν σταδιακά ένα ερμητικά κλειστό σύμπαν μέσα στο οποίο ένα κορίτσι προσπαθεί να βρει το βηματισμό του προκειμένου να μπορέσει να επιβεβαιώσει το χρησμό του ονόματος της και να τρέξει.

Στάσιμη μέσα σε ένα στατικό τοπίο, που ακόμη και υγρό μοιάζει απλώς να σε ρουφάει πιο αργά στη μελαγχολία του, η Χας θα γίνει μάρτυρας αυτού που μπορεί και να λέγεται «πρώτη αγάπη» σε μια σπάνιας τρυφερότητας γνωριμία με τον «άλλο». Οι σκηνές της Χας με τον Γουίλ μπορεί να μην αλλάζουν τη μονοχρωμία στο τοπίο, αλλά σπάνε τους κώδικες της σιωπής με εκρήξεις τρυφερότητας και ανθρώπινης επαφής που υπόσχονται και παραδίδουν ένα λυτρωτικό φινάλε που σε κάνει να θυμάσαι με μεγαλύτερο θαυμασμό μια ταινία που το ίδιο επίμονα με την πρωταγωνίστρια του αργεί αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει από την επιτηδευμένη του κατασκευή και τις συμβάσεις ενός ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά που η καρδιά του χτυπάει στην Ευρώπη.