Στο κοντινό μέλλον, το 2028, η Αμερική έχει κατασκευάσει άτρωτα ρομπότ που επιβάλλουν και διατηρούν την ειρήνη στις χώρες της Μέσης Ανατολής των οποίων έχει αναλάβει την «ευημερία». Η κατασκευάστρια εταιρεία τους, Omnicorp, θέλει να τα εγκαταστήσει και στην Αμερική, ως άτεγκτους αστυνομικούς, αλλά η πολιτεία αντιτίθεται, καθώς τα ρομπότ έχουν ικανότητες, αλλά όχι κρίση και ηθική. Ο Αλεξ Μέρφι, σύζυγος, πατέρας και φιλότιμος αστυνομικός, τραυματίζεται μοιραία έξω από το σπίτι του στο Ντιτρόιτ, θύμα της συνομωσίας που προσπαθεί ν’ αποκαλύψει. Η Omnicorp θ’ αναλάβει να τον μεταμορφώσει σ’ ένα τέτοιο ρομπότ, διατηρώντας μόνο το κεφάλι, τη νόηση και τη συνείδησή του. Ο Αλεξ θα γίνει ο RoboCop, προστάτης του Ντιτρόιτ από τον κόσμο του εγκλήματος. Πόσο όμως μπορεί η «μηχανή» ν’ απαρνηθεί τις ανθρώπινες αξίες και το συναίσθημα;

Το λέει κι ο Κομφούκιος, όταν κάτι είναι καλό, μην προσπαθείς να το αλλάξεις. Ο Παντίλα κι ο πρωτοεμφανιζόμενος σεναριογράφος του, αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τον «RoboCop» του 1987 στο αύριο, αφαιρώντας όλο το fun και προσθέτοντας βαρυσήμαντες ψυχαναλυτικές και κοινωνιολογικές αναφορές.

Ηδη το κεντρικό ζήτημα της ταινίας, «man vs. the machine», μοιάζει στις μέρες μας παρωχημένο – η αγωνία και η απορία που ήταν τόσο καίριες τη δεκαετία του ’80, έχουν πια δει τον άνθρωπο να συμφιλιώνεται με την τεχνολογία και να την ενσωματώνει στη ζωή του. Από την άλλη πλευρά, η καταιγιστική δράση της παλιάς ταινίας περιορίζεται σε δυο-τρεις σκηνές που ανεβάζουν την ένταση (κυρίως σε μία, όπου ο νεόκοπος RoboCop δοκιμάζει τις ικανότητές του ενάντια σε μια ντουζίνα drones σαν ιλιγγιώδες ηλεκτρονικό παιχνίδι), σαν μια τέτοια κατεύθυνση να επρόκειτο να μειώσει τη σοβαρότητα που πια η ταινία διεκδικεί.

Το θαυμάσιο κυνικό χιούμορ εξαφανίζεται μέσα σε διαρκείς κοινότυπους διαλόγους και η τόσο πετυχημένη σάτιρα της πρώτης ταινίας απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ευτέλεια του τηλεοπτικού ρεπορτάζ μοιάζει ανέμπνευστη και προφανής, όπως και το παλιομοδίτικο αντικαπιταλιστικό κήρυγμα που διατρέχει την ταινία. Πολύ περισσότερο, το φιλμ επικεντρώνεται στη διάσπαση του ζευγαριού, του Αλεξ με τη γυναίκα του Κλάρα: η αγωνία για το αν οι δυο τους θα τα ξαναβρούν, αν η αγάπη θα επιβιώσει σε πείσμα των συμφερόντων, είναι πολύ πιο σημαντική σεναριακά από το εάν ο RoboCop θα πάρει την εκδίκηση που αναζητά, με την ταινία να εκτυλίσσεται περισσότερο σαν dramedy, παρά σα φουτουριστική περιπέτεια συνδυασμένη με κοινωνικό σχολιασμό.

Ο Γκάρι Ολντμαν, ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον κι ο Μάικλ Κίτον σε δεύτερους ρόλους, υποδύονται με τρόπο που αναπόφευκτα καταλήγει σε καρικατούρα, ισχνούς ήρωες χωρίς στίγμα. Απέναντί τους κι απέναντι στο θρύλο του RoboCop, ο Τζόελ Κίναμαν (ο Στίβεν Χόλντερ του «The Killing») στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «κανονικού», μέσου ανθρώπου κι Αμερικανού ήρωα μοιάζει συμπαθής αλλά αδύναμος και καθόλου σέξι μέσα στην ανακαινισμένη στολή του. Κι αν το σημείο όπου η νέα αυτή έκδοση της ταινίας θ’ απογειωνόταν σε σχέση με την πρωτότυπη θα ήταν η τεχνολογική εξέλιξη στα εφέ, αντί να υπερέχει, ο νέος «RoboCop» δείχνει πιο χειροποίητος απ’ ό,τι πραγματικά είναι, εκφράζοντας ίσως μια συστολή της παραγωγής, μια προσπάθεια να μη γίνει θύμα όσων η ταινία κατηγορεί, αλλά με αποτέλεσμα να στερεί το θεατή από θεαματικές σκηνές κι από κινηματογραφική διασκέδαση.