Κάποτε, όχι πολύ παλιά (αλλά τόσο για να μην το θυμάται ίσως κανείς), υπήρχε ο όρος «straight to DVD», που αναφερόταν όχι ακριβώς κολακευτικά στις ταινίες που δεν υπήρχε κανένας λόγος να βγουν στο σινεμά και οι οποίες έβρισκαν καταφύγιο στα ράφια των video clubs. Αυτές οι ταινίες ήταν συνήθως περιπέτειες ή θρίλερ, φτιαγμένα ή μάλλον κακό-φτιαγμένα φιλμικά προϊόντα που διέθεταν μια κάποια τρέλα δοκιμάζοντας πράγματα που μια mainstream στουντιακή ταινία θα απέφευγε ως ριψοκίνδυνα, αλλά χωρίς ταλέντο και παραγωγή που θα μπορούσε να τα αναδείξει. Συχνά, σε αυτές τις ταινίες πρωταγωνιστούσαν μεγάλα ονόματα επιφανών σταρ - ποτέ δεν κατάλαβε κανείς αν το έκαναν στυγνά για τα χρήματα ή κάποιοι από αυτούς πίστεψαν πως αυτή ίσως ήταν η ταινία που θα έκανε το άλμα και από τα ράφια των video clubs θα μπορούσε να καταλήξει σε μια αναπάντεχη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.

Η «Τελετουργία Θανάτου» είναι ακριβώς μια τέτοια ταινία, ένα κακογραμμένο, κακοσκηνοθετημένο αστυνομικό θρίλερ που δοκιμάζει κάτι που στα χαρτιά μοιάζει ενδιαφέρον (την εκμετάλλευση των παραδόσεων της φυλής των Ζουλού και της μαύρης μαγείας στην υπηρεσία του σύγχρονου καπιταλισμού), αλλά στην υλοποίηση του μοιάζει με σκιά ταινιών που έχεις ξαναδεί στην πιο πρόχειρη και χωρίς την παραμικρή ενσυναίσθηση για το ευαίσθητο θέμα της εκδοχή τους.

Η βασική ιστορία του φιλμ είναι το κυνήγι ενός serial killer που μοιάζει να σκοτώνει σύμφωνα με το «μούτι», τελετουργικό της φυλής των Ζουλού που χρησιμοποιεί ανθρώπινα μέλη προκειμένου να δώσει δύναμη σε αυτόν που τα τρώει. Στο κατόπι του είναι ένας αλκοολικός αστυνομικός, τραυματισμένος ανεπανόρθωτα από το θάνατο της κόρης του για τον οποίο ήταν υπεύθυνος, ο οποίος θα ζητήσει τη βοήθεια ενός καθηγητή αφρικανικών σπουδών, προκειμένου να εντοπίσει τον δολοφόνο. Τα πράγματα, όπως είναι πάντα προδιαγεγραμμένο, θα γίνουν ακόμη πιο επικίνδυνα, όταν ο δολοφόνος θα πλησιάσει τον καθηγητή, απειλώντας τον να σταματήσει να βοηθάει την αστυνομία.

Ανακυκλώστε ότι κλισέ μπορείτε να σκεφτείτε ότι αφορά την παραπάνω ιστορία και βρίσκεστε μπροστά σε μια ταινία που κάθε φορά που νομίζει ότι σας εκπλήσσει (με χοντροκομμένες ανατροπές) θα σας βυθίζει ακόμη πιο πολύ στην ανία, κάνοντας κατάχρηση και των b-movie αναφορών της αλλά κυρίως της κριτικής της πάνω στο αδηφάγο (κυριολεκτικά) καπιταλιστικό σύστημα αλλά και στο γνωστό μοτίβο του τραύματος που περνάει πάντα μετά από μια καλή καταδίωξη. Κάπου στη διαδρομή, ο Τζορτζ Γκάλο (μιας ανεξήγητης φήμης και διαρκούς εμπιστοσύνης από μεγάλους σταρ, χτισμένης πάνω σε ταινίες όπως το «Διπλός Μπελάς» του 2011, το «Middle Men» του 2009 και το πιο πρόσφατο «Πώς να Σκοτώσεις τον Πρωταγωνιστή σου») ξεχνάει να δείξει την υποτυπώδη ευαισθησία στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους Ζουλού και τις πρακτικές του, ασφαλής πως στο φιλμ παίζει ο Μόργκαν Φρίμαν (μόνιμος ηθοποιός του σε τουλάχιστον άλλες δύο ταινίες) και έτσι δεν τίθεται ζήτημα μη πολιτικά ορθού βλέμματος πάνω σε μια ολόκληρη παράδοση.

Οπως δεν τίθεται ζήτημα πως σε μια άλλη εποχή αυτή η ταινία δεν θα έφτανε ποτέ μέχρι τις αίθουσες, ενώ στις μέρες μας θα χανόταν ανάμεσα στις δεύτερες (και τρίτες…) επιλογές μιας οποιασδήποτε πλατφόρμας.