Eνα ταξίδι στον έρωτα μέσα από τις αναμνήσεις ενός ζευγαριού, τις διαφορετικές αναγνώσεις του παρελθόντος, τις στρεβλώσεις του χρόνου. Μπορεί ο έρωτας να κοιτάξει μπροστά και να νικήσει τη νοσταλγία; Μπορεί το παρόν να νικήσει τη μνήμη;
Ακριβώς όπως η μάλλον πομπώδης, σύντομη περιγραφή της ταινίας στις παραπάνω γραμμές, έτσι και το φιλμ του Βαλέριο Μιέλι βουτά με φόρα σε μια απόλυτα γλυκερή μελοδραματική ανάγνωση μιας ιστορίας που μοιάζει υπερβολικά συνηθισμένη, αλλά και και υπερβολικά κατασκευασμένη και εγκεφαλική για να σε συγκινήσει ή για να την πάρεις πραγματικά στα σοβαρά σαν κάτι παραπάνω από μια σειρά μελαγχολικά κινηματογραφικά κλισέ.
Οι δυο πρωταγωνιστές της Εκείνος κι Εκείνη περισσότερο από αληθινοί άνθρωποι και πιστευτοί χαρακτήρες μοιάζουν με κινούμενα στερεότυπα, ο μελαγχολικά ρομαντικός, καταραμένος ήρωας και η χαμογελαστή, πάντα αισιόδοξη νεαρή και η σχέση τους δεν μπορεί παρά να έχει μια γνώριμη διαδρομή.
Πρόκειται για την πιο παλιά ιστορία στο στα κιτάπια του σινεμά ή της λογοτεχνίας, κι ο Μιέλι προσπαθεί να την κάνει καινούρια μέσα από μια αφήγηση που κατακερματίζει τον χρόνο και δίνει στις αναμνήσεις τους κινηματογραφημένη υπόσταση κρατώντας τον θεατή σε μόνιμη αμφιβολία για το τι είναι αληθινό και τι κατασκευασμένο.
Με μια αληθινά εντυπωσιακη δουλειά στο μοντάζ δεν μπορεί να προσδώσει βάθος στην απλοϊκη επιφάνεια στην οποία μένει πάντα παγιδευμενο το φιλμ αφού δεν κατορθώνει παρά την φιλοσοφική προσποίηση των διαλόγων του, την καθοδηγητική μουσική και τις κατά σχεδόν κουραστικά καλλιγραφικές εικόνες του, να βρει ένα συναισθηματικό έρεισμα.
Σαν ένα υπερβολικά προσποιητό εφηβικό ποίημα, ή σαν λεκιασμένο από δάκρυα που στέγνωσαν γρήγορα σχολικό λεύκωμα της Πρώτης Λυκείου, αυτές οι «Αναμνήσεις» είναι γεμάτες φιοριτούρες κι εντυπωσιασμούς αλλά δεν κατορθώνουν να πουν τίποτα καινούργιο ή με έστω κάτι γνώριμο με αληθινά ενδιαφέροντα τρόπο, ή να σε αγγίξουν ποτέ όσο βαθιά θα ήθελαν