Σκηνοθέτης του «Augustine», σεναριογράφος των «Ατίθασων», η Αλίς Βινοκούρ εστιάζει και πάλι σε μια γυναίκα ηρωίδα, αλλά μ' ένα πανανθρώπινο τραύμα, σ' ένα φιλμ ατμοσφαιρικό, ευαίσθητο, όσο και μονόπλευρο, ψυχολογικά επιφανειακό.

Ενα ζεστό, σαββατιάτικο βράδυ, η Μία, διερμηνέας, τρώει με τον Βενσάν, τον σύντροφό της σ’ ένα εστιατόριο, γεμάτο κόσμο και χαρά. Ο Βενσάν, γιατρός, χρειάζεται να φύγει, η Μία μένει μόνη κι όταν ο τρομοκράτης με το πολυβόλο μπει στο εστιατόριο κι αρχίσει να σκορπά το θάνατο, η Μία θα κρατηθεί από το χέρι ενός αγνώστου. Τρεις μήνες αργότερα, μια από τους λίγους επιζήσαντες τής επίθεσης, η Μία επιστρέφει, από την εξοχή τής απομόνωσης, στο Παρίσι και προσπαθεί με αγωνία να θυμηθεί τι συνέβη εκείνο το βράδυ τής βίας και ποιος ήταν εκείνος που της έδωσε το χέρι του.

Με ξεκάθαρη αναφορά στην εφιαλτική περίοδο των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Charlie Hebdo και στο Μπατακλάν στο (ο αδελφός τής σκηνοθέτη είναι ένας από τους επιζώντες), η Βινοκούρ «ξαναβλέπει» το Παρίσι (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), όπως αυτό, η παράδοση, η αίσθηση κι οι άνθρωποί του, έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.

Η έμφασή της πέφτει στον τρόμο του θύματος που επιβιώνει, με μια ηρωίδα που προσφέρει στη Βιρζινί Εφιρά την ευκαιρία να δείξει την ερμηνευτική γκάμα της και να κερδίσει το Σεζάρ της. Πέρα από την αληθινά μαγική αποτύπωση του νυχτερινού, κυρίως, Παρισιού, η Βινοκούρ, ωστόσο, μπερδεύει την ακτινογραφία του ψυχισμού τής ηρωίδας της μ’ ένα θρίλερ αναζήτησης του χαμένου άνδρα και μαζί μια ακύρωση των κοντινών ανθρώπων που δεν βίωσαν την επίθεση, καταλήγοντας μ’ ένα περιττά χειριστικό δράμα, υπογραμμισμένο με ανησυχητική μουσική και πολλά υγρά βλέμματα.

Μπορεί να είναι νωρίς, μπορεί η Βινοκούρ, εξαιρετική σεναριογράφος, να είναι υπερβολικά συνδεδεμένη με την εμπειρία, όμως η χαρακτηρογραφία και η πλοκή μοιάζουν να φτάνουν ως τη μέση τής εξέλιξής τους και μετά να βιάζονται να κλείσουν, απλοϊκά και προβλέψιμα, ένα τόσο επώδυνο κεφάλαιο.