Η Αθήνα σε ένα άλλο παρόν ή στο μέλλον. Ο πληθυσμός έχει μεταλλαχθεί και έχει αποξενωθεί τόσο που ανθρωπόμορφα ρομπότ υποκαθιστούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Εξαιτίας μιας δυσλειτουργίας στην κοινότητά τους, τα ανδροειδή εξεγείρονται και το κοινωνικό σύστημα απειλείται. Η Αθήνα βράζει και, όπως κάθε πόλη, κρύβει ανείπωτα μυστικά.
Στις παρυφές του video art, του πειραματικού σινεμά ή και τελικά ενός κινηματογραφικού είδους που ακόμη δεν έχει εφευρεθεί ο όρος που μπορεί να το περιγράψει, το «Red City», πρώτη ταινία του φωτογράφου Μάνου Τσίζεκ μοιάζει αρχικά φιλόδοξο, εικαστικά ενδιαφέρον και θεματικά τολμηρό, καταγράφοντας μια υποτιθέμενη κοινωνία του μέλλοντος όπου ελαττωματικά ανδροειδή ανοίγουν την πόρτα για το απόλυτο χάος, σε ένα οικοδόμημα βασισμένο και εμπνευσμένο στην ποίηση της Μαρίας Ταταράκη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Χμ... Προσπαθώντας να περιγράψεις το «Red City» ανακαλύπτεις πως οι λέξεις ταιριάζουν περισσότερο σε αυτό που οραματίστηκε ο Τσίζεκ από αυτό που τελικά βλέπεις στην οθόνη το οποίο (δεν) εξαντλείται σε στομφώδεις αναγνώσεις των ποιημάτων των δύο ποιητών, μερικές κακοπαιγμένες σκηνές πρόζας και πολλές μα πολλές ανελέητα επαναλαμβανόμενες εικόνες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε ένα video clip μεγάλου μήκους που παίζει κάπου μακριά χωρίς ήχο για να ομορφαίνει το χώρο.
Ατάκτως ειρημμένα, τα όσα θέλει να πει ο Τσίζεκ με το «Red City» είναι τόσα πολλά ή τόσα λίγα, που τελικά δεν λέει τίποτα. Το ατόπημα του είναι ολικό, καθώς οι εικόνες του είναι στιλιζαρισμένες και ωραία φωτογραφημένες μεν, τελείως αδιάφορες δε, ενώ οι συμβολισμοί του δεν ξεπερνούν ποτέ το το πρώτο επίπεδο ενός κλισέ σχολιασμού (βλ. τις κούκλες στις βιτρίνες, τα καλυμμένα με μάσκες πρόσωπα που δεν αναπνέουν όταν τις βγάλουν κ.ά.).
Από την άλλη οι ελάχιστες στιγμές που έχουν μια υποτυπώδη πρόζα (μια συζήτηση μεταξύ δύο αντρών και μια μεταξύ δύο γυναικών) είναι - εκτός από άκομψες και ενοχλητικές - και τόσο κακά παιγμένες και σκηνοθετημένες αλλά και κυρίως τόσο κακά γραμμένες που η άστοχη ένθεση τους μέσα στο οπτικοακουστικό σύμπαν της ταινίας οδηγούν εντελώς στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που προφανώς ήθελε ο δημιουργός τους: να αποτέσουν ένα σχόλιο για τις ανθρώπινες συναλλαγές και κάθε άλλου είδους... δυστοπικές σχέσεις.
Μετά από τα λίγα πρώτα λεπτά, το «Red City» συνεχίζει να παίζει ακόμη και όταν δεν υπάρχει το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτο που προσπαθεί να πει, για αυτό που θέλει με τόση έμφαση να δείξει, για αυτό που νομίζει ότι αναλύει, εμπιστευόμενο για τους λάθος λογους μια αισθητική προσέγγιση ενός σύγχρονου χάους που χωράει από αρχαιοελληνικά φορέματα μέχρι σκηνές από διαδηλώσεις στη σημερινή Αθήνα και από ανδροειδή που παίζουν ακορντεόν μέχρι ό,τι άλλο πιστεύει ο Τσίζεκ ότι εικονογραφεί το σύμπαν του έργου των δύο ποιητών από τους οποίους εμπνεύστηκε το δημιούργημα του.
Μέσα του δεν θα βρείτε τίποτα από το πλούσιο σε ελεγειακούς συμβολισμούς ανθρωπισμό της Μαρίας Ταταράκη (η οποία υπογράφει το σενάριο μαζί με τον Μάνο Τσίζεκ και στη μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένη η ταινία) αλλά και ίχνος από τον αναρχικό ρομαντισμό του Ντίνου Χριστιανόπουλου.