Από το «Love Streams» του Τζόν Κασσαβέτη και το «Σημασία Έχει Ν’ Αγαπάς» του Αντρέι Ζουλάφσκι μέχρι το «Love Actually» του Ρίτσαρντ Κέρτις ως ιδεατά άκρα του θεματικού φάσματος της αγάπης, δεκάδες ταινίες έχουν προσπαθήσει να αποτυπώσουν (κάτι από) αυτό το αίσθημα σε όλες του τις ποικιλόμορφες και αντιφατικές εκφάνσεις, άλλοτε πιο δραματικά και παθιασμένα κι άλλοτε πιο υπαινικτικά και αποστασιοποιημένα. Στο «Αγάπη είναι» (με τον ακόμη πιο επιτακτικό τίτλο «Αυτό Είναι η Αγάπη» στην πιο ακριβόλογη μετάφραση του από τα γαλλικά) η Κλερ Μπερζέ αποπειράται να δώσει το δικό της, χαμηλόφωνο, αλλά όχι λιγότερο φιλόδοξο γι’ αυτό το λόγο, ορισμό.
Κι αν το «Party Girl», η προηγούμενη και πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μπερζέ, σε συν-σκηνοθεσία με τους Μαρί Αματσουκελί και Σαμιέλ Τέις, ήταν μια συναισθηματικά και αφηγηματικά τραχιά άσκηση ύφους κάτω από τη βαριά σκιά της παρακαταθήκης του Κασαβέτη, που της χάρισε ωστόσο τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών το 2014, εδώ η Γαλλίδα σκηνοθέτης, μόνη της πλέον, λειαίνει τις αιχμές της, όσο συνεχίζει να ανακαλύπτει τη δική της, ξεχωριστή φωνή, μέσα από ένα νατουραλιστικό, συναισθηματικά γενναιόδωρο και σε σημεία υπόκωφα αφοπλιστικό σινεμά.
Στο Φορμπάχ των γαλλο-γερμανικών συνόρων, στην ίδια πόλη όπου διαδραματιζόταν το «Party Girl», αλλά και γενέτειρα της σκηνοθέτη, ένας μεσήλικας δημόσιος υπάλληλος, ο Μαριό, θα δει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά, όταν η γυναίκα του θα εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία και θα τον αφήσει μόνο με τις δύο ανήλικες κόρες τους. Αντιμέτωπος τόσο με το κενό της απουσίας και τη συναισθηματική εξάρτηση, όσο και με το πιο πρακτικό κι επείγον πρόβλημα της ανατροφής δύο κοριτσιών, τα οποία ζουν τις δικές τους εφηβικές αναταράξεις, ο Μαριό θα προσπαθήσει αρχικά να διεκδικήσει ξανά με τον δικό του, άτσαλο τρόπο, τη γυναίκα του, λαμβάνοντας μέρος σε μια ερασιτεχνική παράσταση στο τοπικό θέατρο, όπου εκείνη εργάζεται ως σχεδιάστρια φωτισμού, σταδιακά όμως θα καταλάβει ότι αγάπη ίσως σημαίνει πως κάποιες φορές πρέπει να μαθαίνεις να λες αντίο και να αφήνεις αυτόν που αγαπάς να φύγει.
Η Μπερζέ δεν ενδιαφέρεται να απεικονίσει και να ορίσει την αγάπη στις ρομαντικές και μεγαλεπήβολες διαστάσεις της, αλλά κινηματογραφεί τις μικρές, καθημερινές σκηνές ενός σπιτικού στην αρχή της διάλυσής του, όταν όλα όσα ο κεντρικός ήρωας θεωρούσε (καλώς ή κακώς) δεδομένα αρχίζουν να γκρεμίζονται κι αυτός προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις του μέσα από τους κλυδωνισμούς και τα συντρίμμια. Ο λόγος της αποχώρησης της συζύγου σοφά δεν διευκρινίζεται ποτέ, ούτε έχει σημασία, αντιθέτως η Μπερζέ αποτυπώνει ρεαλιστικά τη διαρκώς μεταβλητή δυναμική των σχέσεων των τεσσάρων μελών της οικογένειας με όλες τις συναισθηματικές παλινδρομήσεις, τις διαμάχες και τις ενοχές που προκαλεί η απουσία.
Κι αν η αίσθηση του αποπροσανατολισμού που αισθάνεται αρχικά ο Μαριό μπροστά στη νέα πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται δραματουργικά στην ίδια την ταινία, η οποία προσπαθεί κάπως ασταθώς στο πρώτο μέρος να βρει τον αφηγηματικό ρυθμό της και την ισορροπία ανάμεσα στον αγώνα του πατέρα, τις συναισθηματικές περιπέτειες της μεγαλύτερης κόρης και την ερωτική αφύπνιση της μικρότερης, η Μπερζέ αφήνει αυτή τη ρευστότητα να δώσει το δικό της οργανικό ρυθμό στην ταινία, αγκαλιάζοντας με τρυφερότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια όλους τους ήρωες της και θυμίζοντας για μια ακόμη φορά (ποιόν άλλο;) τον Τζον Κασσαβέτη, τα βήματα και τις διδαχές του οποίου η Γαλλίδα σκηνοθέτης ευλαβικά ακολουθεί.
Η ερασιτεχνική παράσταση στην οποία ο Μαριό λαμβάνει μέρος, αρχικά για να παρακολουθεί (όχι και τόσο) διακριτικά τη γυναίκα του, αλλά και ως μια σπασμωδική προσπάθεια να κοινωνικοποιηθεί εκ νέου, θα γίνει σταδιακά το όχημα και το εργαλείο, με το οποίο ο εσωστρεφής άνδρας θα έρθει σε επαφή με όλα τα αντιφατικά συναισθήματά του, τα οποία θα μπορέσει επιτέλους να εκφράσει. Πέρα, όμως, από αυτόν τον απελευθερωτικό ρόλο της τέχνης, τον οποίο η Μπερζέ διακριτικά υπογραμμίζει, αναδεικνύονται μέσα από τις πρόβες του θιάσου και τις προσωπικές ιστορίες των μελών του, πάνω στις οποίες άλλωστε βασίζεται η παράσταση, ο μικρόκοσμος της πόλης του Φορμπάχ και ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος του Μαριό, δίνοντας στην ταινία ακόμα μία διάσταση.
Χωρίς (μελο)δραματικές εξάρσεις και κορυφώσεις, αλλά με υποδόρια αποτελεσματικότητα και με τον εξαιρετικό Βέλγο καρατερίστα Μπουλί Λανέρ στον κεντρικό ρόλο, ο οποίος αποδίδει όλη τη συναισθηματική διαδρομή του Μαριό με μια δυναμική ευθραυστότητα, η Κλερ Μπερζέ μετατρέπει μια φαινομενικά «μικρή» ταινία σε ένα ουσιαστικό μάθημα ζωής, όχι μόνο για τον κεντρικό της ήρωα, αλλά και για τον θεατή, αφήνοντας αμφότερους να ανακαλύψουν μόνοι τους τι είναι αγάπη. Ίσως, όμως, τελικά ο ορισμός να μην έχει καμία σημασία.