Είναι ειρωνικό πως ο Τζον Ράμπο γεννήθηκε ως ο κατεξοχήν ήρωας της εποχής του Ρόναλντ Ρέιγκαν και… «πεθαίνει» στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, με ένα κεφάλαιο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις βιντεοκασέτες των 80s, τη φτηνή δράση και την ακόμη πιο φτηνή συντηρητική, ξενοφοβική και μισογύνικη διάθεσή του, ακόμη κι όταν πλασάρεται ως ένα μελόδραμα που θα ήθελε εκτός από τους καρπούς να σου ραγίσει και την καρδιά.

Εχοντας αποσυρθεί σε ένα ράντσο, ο Τζον Ράμπο, ζει μαζί με την πιστή του Μεξικανή οικιακή βοηθό, Μαρία, την εγγονή της, Γκαμπριέλα και τα τραύματα που δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ από τα χαρακώματα στα οποία βρέθηκε σε κάθε μία από τις τρεις ταινίες πίσω- μοτίβο που άλλωστε χαρακτήριζε εξ αρχής τον ήρωα που σκέφτηκε ο Ντέιβιντ Μορέλ στο best-seller «First Blood» του 1972, τότε με έναν άνθρωπο-φονική μηχανή με μετατραυματικό στρες από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Η (όχι και τόσο ήσυχη) ζωή του Τζον (αφού όλο και αναλαμβάνει «επικίνδυνες αποστολές» κερδίζοντας εύσημα για τη γενναιότητά του), θα διαταραχθεί, όταν η Γκαμπριέλα θα αποφασίσει να πάει στο Μεξικό για να συναντήσει τον πατέρα της που την έγκατέλειψε όταν πέθανε η μητέρα της και ήταν ακόμη παιδί. Εκεί, η νεαρή κοπέλα θα πέσει θύμα απαγωγής και η συνέχεια είναι τόσο προβλέψιμη όσο ότι ο Τζον Ράμπο θα τους καθαρίσει όλους στο τέλος με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα 20χρονου.

Ενδιάμεσα υπάρχει και μια υποπλοκή που εμπλέκει την Παθ Βέγκα σε ένα ρόλο που δέχθηκε προφανώς (δεν εξηγείται αλλιώς) γιατί ως μικρή είχε ένα crash με τον Σιλβέστερ Σταλόνε, ένας Σιλβέστερ Σταλόνε που πιστεύει ότι επειδή συγκίνησε επιστρέφοντας ως Ρόκι Μπαλμπόα (τόσο στο «Balboa» όσο και στο «Creed») θα συνέβαινε το ίδιο και με τον Τζον Ράμπο και - το χειρότερο - μια σε στιγμές ανατριχιαστική αποτύπωση της ξενοφοβίας με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι τους Μεξικανούς, σίγουροι πως «εκεί κάτω» δεν μπορούν παρά να συμβαίνουν παρά μόνο φρικτά πράγματα.

Είναι συγκινητικό το γεγονός πως ο Σταλόνε γλίτωσε τον Τζον Ράμπο μέσα στα χρόνια μια ρετσινιά που δεν τον τιμούσε και ιδιαίτερα - είτε αυτή ήταν η φτήνια των ταινιών του είτε η βαθιά συντηρητική τους ματιά πάνω σε ένα κόσμο που δεν τους είχε ποτέ πραγματικά ανάγκη. Αυτό δεν κάνει τις ταινίες του βασανισμένου βετεράνου κάτι περισσότερο από προ-εφηβικά cult ανοσιουργήματα (όχι τόσο καλό όσο ακούγεται), που - ειδικά αν αυτό το «Τελευταίο Αίμα» είναι πραγματικά το τελευταίο - κλείνουν οριστικά και αμετάκλητα με τον Τζον Ράμπο να βγάζει μια καρδιά από τον αντίπαλό του και να την πετάει στο μέσο ενός αχυρώνα.

Μην χαίρεστε. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτήν την ταινία που να σε κάνει να γελάσεις ή να κλάψεις. Τουναντίον πολλά για να βαρεθείς και να αγανακτήσεις…