Σ’ έναν οίκο ευγηρίας για μουσικούς, οι υπερήλικες καλλιτέχνες επιδεικνύουν το ταμπεραμέντο και τη δημιουργικότητά τους σε όλο τους το μεγαλείο, αναλλοίωτο από το χρόνο. Οσο οι οικότροφοι διοργανώνουν μια συναυλία για την επέτειο των γενεθλίων του Βέρντι, καταφθάνει η Τζιν, μια πάλαι ποτέ ντίβα της όπερας που όχι απλώς ξυπνά τον ξεχασμένο ανταγωνισμό των συναδέλφων της, αλλά και τον προδομένο έρωτα του πρώην συζύγου της που ζει στην ίδια πανσιόν.
Μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες καριέρας ως ηθοποιός, ο Ντάστιν Χόφμαν παίρνει για πρώτη φορά την απόφαση να σκηνοθετήσει, με έμπνευση και υλικό που δε θα περίμενε κανείς ότι θα προκαλέσει την προτίμησή του: ο αντισυμβατικός, ο αρχετυπικός αντιήρωας, εγκαθίσταται στη βρετανική εξοχή, εξασκεί το επίσης βρετανικό φλέγμα και ποτίζει το θεατρικό έργο του Ρόναλντ Χάργουντ με μια δόση αμερικανικής αισιοδοξίας.
Το μεγάλο πλεονέκτημα στην ταινία του είναι το καστ του: η ούτως ή άλλως απολαυστική Μάγκι Σμιθ ενσαρκώνει, μετά από χρόνια, μια ηρωίδα με πάθη και ανασφάλειες, μακριά από τη μανιέρα της αγγλικής υψηλής τάξης που ακολουθεί τελευταία. Ο Τομ Κόρτνεϊ μοιάζει να βουτά με ενθουσιασμό στην ευκαιρία να ξαναπαίξει τον ζεν πρεμιέ. Οσο για τον ερωτύλο Μπιλι Κόνολι, που αρνείται να δεχτεί ότι οι ορμές του χρειάζεται κάποτε να σιγάσουν και την «αφρώδη» Πολίν Κόλινς, που σαν την Ντόρι του Νέμο ξεχνά ανά λεπτό ό,τι συνέβη ακριβώς πριν, προσφέρουν χαριτωμένες κωμικές σκηνές σε μια ούτως ή άλλως ανάλαφρη ιστορία.
Εδώ φαίνεται και το κέρδος του Ντάστιν Χόφμαν ως βετεράνου, συνεργάτη σπουδαίων σκηνοθετών: ακόμα κι αν οι ομαδικές σκηνές του, ή οι σημαντικές εξελίξεις στη δράση κατά στιγμές μοιάζουν άτεχνες, στις σκηνές όπου «κρυφακούει» τους ήρωές του σε φαινομενικά ασήμαντες ή εντελώς προσωπικές στιγμές, δημιουργεί μια βαθιά ανθρώπινη ατμόσφαιρα, σχηματίζοντας χαρακτήρες και αναλύοντας τη ζωή από το τίποτα.
Χωρίς μεγαλεπήβολες αξιώσεις, το «Κουαρτέτο», παρά το μέσο όρο ηλικίας των πρωταγωνιστών που πιάνει τα 75, διατηρεί το χιούμορ, τη ζωντάνια και τη νεανικότητα μιας ρομαντικής κωμωδίας, αντίθετης με την επιτήδευση του «Εξωτικού Ξενοδοχείου Μάριγκολντ» που έμεινε στα συστατικά του χωρίς να τα μαγειρέψει με νοστιμιά. Δεν είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο, από μια καλοπροαίρετη, διασκεδαστική, οικεία και συναισθηματικά ανυψωτική ταινία, που αφήνει το θεατή με να θυμάται τη στοργή που ένιωθε για την αγαπημένη του γιαγιά και μαζί το σχολικό του έρωτα. Κι αυτό είναι ένα πραγματικά πολύ ευπρόσδεκτο συναίσθημα για το σινεμά.