Οι ήρωες του «Λιμανιού των Αποκλήρων» θέλουν να το σκάσουν.

Ο Ζαν, λιποτάκτης από το στρατό λίγο πριν την αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναζητά μια διέξοδο σε ένα καράβι που θα φύγει από το λιμάνι της Χάβρης για να φτάσει μέχρι τη Βενεζουέλα. Η Νελί, 17 ετών, ερήμην τρόπαιο μεγαλύτερων της «νονών» και μικροαπατεώνων, αναζητά κι αυτή το δικό της σημείο διαφυγής σε έναν κόσμο όπου θα μπορέσει να αγαπήσει και να αγαπηθεί για μια και μοναδική φορά. Η ομίχλη όμως πνίγει τα πάντα γύρω από το λιμάνι, φτάνει μέχρι το μυαλό και την καρδιά. Η ανθρώπινη αδυναμία μοιάζει παντοδύναμη και η επιθυμία δεν μπορεί να βρει τις σωστές λέξεις για να ελευθερωθεί και να καθαρίσει τον ορίζοντα. Πάντα πίσω από κάποια πόρτα κρύβεται μια απειλή και πίσω από κάθε πρόσκληση υπάρχει μια παγίδα…

Λίγη ώρα μέσα στο αριστουργηματικό «Λιμάνι των Αποκλήρων» (όπως σοφά τελικά θεώρησε ο Ελληνας μεταφραστής για να αποδώσει την ομιχλώδη ατμόσφαιρα του πρωτότυπου γαλλικού τίτλου) και αυτή η αίσθηση της ματαιότητας μοιάζει να ορθώνει ανάστημα απέναντι στην ελπίδα που γεννιέται και σβήνει με εκείνο το «Κάθε φορά που βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει πιστεύουμε ότι θα γεννηθεί κάτι νέο» που η Νελί αρθρώνει, πιστεύει και θα στηρίζει ακόμη και όταν η ζωή της επιβεβαιώνει καθημερινά το αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι η αλλαξιά ρούχα και η ταυτότητα που αναζητά ο Ζαν προκειμένου να «κρυφτεί» και να ζήσει μια νέα ζωή θα του κληροδοτηθούν από έναν ζωγράφο, έναν καλλιτέχνη δηλαδή, που θα αυτοκτονήσει έχοντας ωστόσο πριν αφήσει παρακαταθήκη το μεγαλύτερο έργο τέχνης του: τη δυνατότητα της σωτηρίας ενός ανθρώπου. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι η Νελί άγεται και φέρεται σαν να είναι η ίδια η Γαλλία και η Ευρώπη μαζί, μια πατρίδα έρμαιο των πιο φτηνών ενστίκτων, μιας γενιάς ξοδεμένης για το τίποτα, που ασφυκτιά μέσα στην νεανική της ορμή που κάμπτεται κάθε στιγμή και κάθε λεπτό από μια κοινωνία χαμένη από χέρι.

Σε μια διαδρομή που ξεκίνησε με το «Jenny» του 1936 και συνεχίστηκε με το «Drôle de Drame» του 1937 για να φτάσει στην πρώτη της κορύφωση το 1938 με το «Λιμάνι των Αποκληρων», να καθιερωθεί νομοτελειακά με το «Ξημερώνει» του 1939 και να σημαδέψει για πάντα ένα ολόκληρο είδος με τα «Παιδιά του Παραδείσου» το 1945, η συνάντηση του Ζακ Πρεβέρ με τον Μαρσέλ Καρνέ βρίσκει εδώ σε αυτήν ακριβώς την αναπάντεχα σπαρακτική ερωτική ιστορία το πρώτο της μεγάλο λιμάνι. Ο ποιητικός ρεαλισμός που ως είδος αποδόθηκε δίκαια στους Καρνέ - Πρεβέρ, ως η χαμένη σύνδεση ανάμεσα στον γερμανικό εξπρεσιονισμό και το φιλμ νουάρ αλλά και ως η πιο καίρια απόδοση των χρόνων πριν γύρω και μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μοιάζει εδώ να είναι σχεδόν μέρος του σκηνικού, καθώς η Χάβρη μέσα στην οποία θα ζήσουν τη μικρή (κι όμως απέραντη) ερωτική τους ιστορία ο Ζαν και η Νελί είναι ταυτόχρονα σκληρή σαν τόπος εγκλήματος και ποιητική σαν ένα καταφύγιο.

Ετσι είναι και ολόκληρη η ταινία που βρίσκει τον Ζακ Πρεβέρ να ανεβάζει το ποιητικό κρεσέντο (με σκηνές που προκαλούν σπάνιο συναισθηματικό δέος) χωρίς να προδίδει ούτε μία στιγμή το ρεαλισμό των ηρώων του και τον Μαρσέλ Καρνέ να φτιάχνει μικρές σκηνές μέσα στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει τη διάθεση να λειτουργήσουν ως καταφύγια για δύο ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν και αν γίνεται, αν τους αφήσουν, αν, διάολε, υπάρχει μια μικρή ελπίδα, μήπως αλλάξουν την προκαθορισμένη ροή των πραγμάτων.

Το ότι δεν το καταφέρνουν, σε μια από τις πιο σπαραξικάρδιες τελικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά, σκηνοθετημένες με αυτήν την ακαριαία γνώση πως, ναι, κάπως έτσι πρέπει να τελειώνει κάθε μεγάλη ιστορία αγάπης που γεννιέται και πεθαίνει στην αυγή ενός μεγάλου πολέμου (τα χαρακώματα δεν είναι ποτέ μόνο στο πεδίο της μάχης…), είναι μόνο γιατί σε αυτήν την ιστορία αυτό που τελικά μετράει είναι πως οι πραγματικοί απόκληροι είναι ο Ζαν και Νελί, δύο άνθρωποι που μοιάζουν παράταιροι στον μεγάλο πίνακα ενός κόσμου που έχει ξεχάσει τις λέξεις εμπιστοσύνη, ομορφιά και ελπίδα, σαν ρίμες χωρίς ομοιοκαταληξία σε ένα ποίημα που κάθε φορά που το διαβάζεις σου ραγίζει την καρδιά.