Ποιος θα το περίμενε ότι η γαλλική κωμωδία «Θεέ μου τι σου Κάναμε;» θα έφτανε στο σημείο να γινόταν τριλογία; Και αυτό όχι λόγω του ότι οι δυο προηγούμενες ταινίες ήταν τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες (τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα), αλλά, κυρίως, γιατί το φαρσικό, αντιδραστικό και αρκετά προβλέψιμό της χιούμορ είχε αναλωθεί (και ξεχαστεί) ήδη από τους τίτλους τέλους της πρώτης.

Και να που οκτώ χρόνια μετά, ένα δεύτερο σίκουελ κάνει την εμφάνισή του (σε ένα θερινό δίπλα σας) για να προσφέρει ακριβώς μια από τα ίδια. Αλλά το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού…

Η πλοκή της ταινίας, στην οποία ο Κλοντ και η Μαρί σύντομα θα συμπληρώσουν 40 χρόνια γάμου και για να γιορτάσουν την περίσταση, οι τέσσερις κόρες τους οργανώνουν ένα πάρτι έκπληξη, προσκαλώντας η κάθε μια τα πεθερικά της, φαίνεται να μην έχει καμία απολύτως σημασία. Αποτελεί απλώς μια πρόφαση για να γεμίσει το σενάριο με διάφορες εξυπνακίστικες ατάκες και μερικά αστεία gags, μιάμιση βολική και ασφαλή ώρα γέλιου στη μάζα που θα τρέξει στα θερινά, σκορπίζοντας ανακούφιση (!) με το να δείχνει πως δεν είναι μόνο οι λευκοί ρατσιστές και περίεργοι, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι λαοί που δεν χωνεύουν ο ένας τον άλλον.

Με ένα σενάριο που μοιάζει λες και γράφτηκε στο πόδι από ένα δεκάχρονο παιδί (που ίσως κι αυτό να είχε την ευφυία να γράψει κάτι πιο ευφάνταστο και ουσιώδες αν του δινόταν η ευκαιρία) και επιστρατεύοντας ό,τι στερεοτυπικό και κλισέ μπορεί κάποιος να φανταστεί, προσθέτοντας ακόμα και έναν Γερμανό με τα σχετικά παρελκόμενα, χτυπώντας για άλλη μια φορά στο ευαίσθητο σημείο «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά να πάνε όλοι πίσω στην χώρα τους», τα αστεία - ο Θεός να τα κάνει - ποτέ δεν καταφέρνουν να είναι εύστοχα, πόσο μάλλον να βρουν τον τρόπο να ξεπεράσουν το επίπεδο της κακογουστιάς και τελικά του... ίδιου του ρατσισμού και της προκατάληψης που υποτίθεται ότι υπονομεύουν.

Οσοι πάνε στο «Θέε μου τι σου Κάναμε; 3» τότε σίγουρα ξέρουν από πριν τι θα δουν, και ίσως για εκείνους να είναι μια ταμάμ εξόρμηση στο θερινό της γειτονιάς τους για να τους προσφέρει μια βολική διασκέδαση και ένα γέλιο ξεγνοιασιάς από την καθημερινότητα. Μόνο που πλέον αυτή η φαρσοκωμωδία έχει κρατήσει πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο όπου, πέρα από τα παλιομοδίτικα και άνοστα αστεία της, και μόνο ο τίτλος της περιγράφει ιδανικά τη δυσφορία μας.