Να το πούμε «επανέκδοση», παρότι τίποτε δεν έχει αλλάξει και σίγουρα όχι βελτιωθεί στην ταινία, να το πούμε «γιορτή», γιατί σίγουρα κάποιοι χαίρονται που το «Θεέ μου, τι σου Κάναμε;» κλείνει τα δέκα του χρόνια, έχοντας γεννήσει άλλες δυο ταινίες του «franchise» και κυριεύσει επανειλημμένα το box office, να το πούμε και «αρπαχτή», μια ευρηματική επιλογή, μέσα σ' ένα αργοκίνητο καλοκαίρι, ώστε να κόψει μερικά εισιτήρια παραπάνω, από θεατές που νοσταλγούν τα παλιά, ακριβώς όπως και η ταινία.

Ο Κλοντ και η Μαρί είναι ένα παραδοσιακό, αστικό ζευγάρι Καθολικών Γάλλων: τρώνε τ’ αλλαντικά τους, πίνουν τα κρασιά τους, πηγαίνουν και στην εκκλησία. Οι τρεις κόρες τους, τους έχουν πικράνει, η μια έχει παντρευτεί έναν Εβραίο, η δεύτερη έναν Μουσουλμάνο και η τρίτη έναν Κινέζο. Τώρα που έρχεται η σειρά της τέταρτης, αναθαρρεύουν μαθαίνοντας ότι ο αρραβωνιαστικός είναι Γάλλος Καθολικός – μόνο που τα όνειρά τους θα γκρεμιστούν όταν αποκαλυφθεί ότι ο νεαρός είναι Γάλλος Αφρικανός, με γονείς εξίσου παραδοσιακούς και αυστηρούς στη δική τους κουλτούρα.

Η κωμωδία του Φιλίπ ντε Σοβερόν έσπασε τα ταμεία στη Γαλλία, πήγε εξαιρετικά και στην Ελλάδα, νομοτελειακά θα έλεγες, μια και προσομοιάζει κάθε αντίστοιχη ελληνική κωμωδία, με λίγο περισσότερη τέχνη και μεγαλύτερο μπάτζετ. Γιατί το φιλμ έρχεται σα βολικό μαξιλαράκι, να ξεκουράσει το άγχος του θεατή, μη και φαίνεται ρατσιστής ή μισαλλόδοξος στη σημερινή εποχή που δεν το επιτρέπει – κι η ταινία το επιτρέπει απλόχερα και με το γέλιο ως άλλοθι.

Σατιρίζοντας, θεωρητικά, τα λαογραφικά κλισέ και το πασπαρτού «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά δεν τους θέλω και μέσα στο σπίτι μου», η ταινία μένει σ’ ένα σχολικό επίπεδο κωμωδίας, με απλοϊκά αστεία που εκμεταλλεύονται ακριβώς τα κλισέ που επικρίνει. Ο Κινέζος γαμπρός είναι εργατικός, ο Μουσουλμάνος εύφλεκτο υλικό, ο Εβραίος βολεψάκιας, οι Αφρικανοί είναι loud και οπισθοδρομικοί και οι Γάλλοι χαριτωμένα παρορμητικοί. Η πολιτισμική ανταλλαγή είναι ένας άθλος που μπορεί κανείς να καταφέρει με το ζόρι και κάνοντας τα στραβά μάτια στις αντιθέσεις και όλους, τελικά, συνδέει κάτω από την ομπρέλα του το φιλόξενο γαλλικό πνεύμα και τους γαλλοποιεί.

Ταυτόχρονα, η ταινία προκαλεί, φυσικά, αντανακλαστικό γέλιο, κυρίως λόγω της οικειότητας του Ελληνα θεατή με όσα βλέπει να εξελίσσονται σα φάρσα στη οθόνη (ο Γάλλος μπαμπάς λέει ατάκες κοπιαρισμένες από ελληνικό καφενείο), μόνο που το σενάριο μοιάζει να γράφτηκε στο δεκάλεπτο, οι κωμικές σκηνές βασίζονται σε χιλιοειδωμένα gags και οι πρωταγωνιστές ξεπετούν τηλεοπτικά τις σκηνές τους. Δεν είμαστε ξενέρωτοι, η ταινία είναι αστεία, αλλά με τον ίδιο τρόπο που θα γελάσεις με τον παλιομοδίτη θείο σου στο Κυριακάτικο τραπέζι – και μετά θ’ αλλάξεις τη συζήτηση για να βγεις από την κριντζ αμηχανία. Αν η ταινία ήταν μια παραγωγή της Φίνος το ’60, θα ήταν πραγματικά επίκαιρη.